header

Πίτσα Μπλέτα Καλτσά

Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Λακωνίας, μια μέρα πάρα πολύ ζεστή στις 26 Ιουλίου από 2 υπέροχους γονείς και γενικά ευκατάστατους. Όλοι περίμεναν με αγάπη τον ερχομό μου (και ειδικά ο παππούς μου) γιατί η γιαγιά μου είχε πεθάνει πολύ νέα και έπρεπε να της πάρω το όνομά της. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Και είχε σπουδάσει στο διδασκαλείο Αθηνών. Γιατί τότε ήταν το μόνο διδασκαλείο στην Ελλάδα. Η μαμά μου ήταν του δημοτικού γιατί τότε τα κορίτσια δεν επιτρεπόταν να πάνε γυμνάσιο. Ήταν όμως μια υπέροχη γυναίκα, κοινωνικά μορφωμένη. Μιας και είχε παντρευτεί από τα 16 χρόνια, ήταν πολύ άξια για μας και για την ανατροφή μας. Ο αδερφός, είχε γεννηθεί ένα χρόνο και ένα μήνα πριν από μένα (ήταν ο μεγάλος μου αδερφός). Στο χωριό πήγαμε και οι 2 σχολείο και είχαμε δάσκαλο τον πατέρα μας, γιατί τότε ο νόμος έλεγε ότι έπρεπε να υπηρετήσει μερικά χρόνια το χωριό του, με άλλα λόγια ήταν ο πρώτος μας δάσκαλος. Ο αδερφός μου τέλειωσε το δημοτικό στα 11 του χρόνια γιατί τον είχε ο μπαμπάς μου από 5 χρονών. Και τότε έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο ημιγυμνάσιο σε ένα κεφαλοχώρι στη Σκάλα, που είχε 2 τάξεις μόνο.

Στα 10 μου χρόνια απέκτησα και έναν άλλον αδερφό τον Ηλία. Όταν τέλειωσα και εγώ το δημοτικό έδωσα και εγώ εξετάσεις στη Σπάρτη στο γυμνάσιο θηλέων, το 1937 και πέτυχα. Εκείνη όμως τη χρονιά έγινε η αλλαγή, και έγινε το οκτατάξιο γυμνάσιο. Και εμείς που δώσαμε από την έκτη, πήγαμε Δευτέρα. Και τα παιδάκια που τελείωναν την Τετάρτη πήγαν στην Πρώτη. Τότε πήγα στη σχολή γαλλικών. Και ο πατέρας μου έκανε αίτηση για μετάθεση στην Αθήνα. Είχε δικαίωμα γιατί είχε 2 παιδιά στο γυμνάσιο. Και πράγματι έγινε δεκτή η αίτηση του και τον μετέθεσαν στον πειραιά. Και τότε όλη η οικογένεια μετακόμισε τον Πειραιά, το μήνα Σεπτέμβρη το 1939. Ο αδερφός μου πήγε στο πρώτο υποδειγματικό γυμνάσιο αρρένων (στη σημερινή Ιωνίδειο σχολή) και εγώ στο πρώτο θηλέων οκτατάξιο γυμνάσιο. Όλα πήγαιναν καλά και η χρονια μας τελείωσε καλά. Φύγαμε για εξοχή το καλοκαίρι του 1939. Όταν επιστρέψαμε άρχισαν τα σχολεία. Τότε μας οργάνωσαν στην ΕΟΝ (οργάνωση του Μεταξά υποχρεωτικά). Γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα και μας ήρθε το 40-νέο έτος.

Όλα πήγαιναν καλά, έως την 28η Οκτωβρίου, ο πατέρας μου έφυγε πρώτος για το σχολείο του και μας ετοίμασε η μητέρα μας το πρωινό να φάμε και να φύγουμε. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να ουρλιάζουν σειρήνες και να ανοίγει η πόρτα, να μπαίνει ο πατέρας με μια εφημερίδα στο χέρι. Πόλεμος μας λέει. Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Εμείς τα παιδιά τα χάσαμε, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τη σοβαρότητα του γεγονότος, η δε μαμά έβαλε τα κλάμματα, και με θλιμμένη φωνή είπε «σήμερα αυτή τη στιγμή γέρασα», και ας ήταν μόνο 34 ετών. Από αυτή τη στιγμή αρχίζει ο Γολγοθάς ο δικός μας και της Πατρίδας μας. Πήγαμε στα σχολεία μας. Μας συγκέντρωσαν στο προαύλιο, και ο γυμνασιάρχης με θλίψη μας ανήγγειλε «ο πόλεμος άρχισε, δεν μπορούμε να κάνουμε μάθημα». Τα σχολεία κλείνουν μέχρι νεωτέρας διαταγής. Γυρίσαμε σπίτι, αφήσαμε τις σάκες μας και βγήκαμε. Είχε κόσμος μαζευτεί στην πλατεία Κοραή, στον Αγ. Κωνσταντίνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Και τότε ακούσαμε τις σειρήνες. Και τα πρώτα βομβαρδιστηκά να βομβαρδίζουν το λιμάνι και τον ηλεκτρικό σταθμό. Θυμάμαι πως ένα κύριος μας άρπαξε μαζί με άλλα παιδάκια και μας κατέβασε σε ένα υπόγειο που το έλεγαν καταφύγιο. Οι επιδρομές με βομβαρδισμούς συνεχίζονταν και έτσι μετακομίσαμε στην Αθήνα σε ένα φιλικό σπίτι, διότι η Αθήνα εκρίθει ανοχύρωτη πόλη όπως η Σπάρτη και η Κόρινθος, λόγω των αρχαιολογικών χώρων.  Την τέταρτη μέρα ο πατέρας μας επιστρατεύτηκε σαν αξιωματικός και εμείς πήραμε το δρόμο για το χωριό, αφού αποχαιρετήσαμε τον πατέρα στο σταθμό για το μέτωπο. Θυμάμαι την τελευταία εντολή, εμείς ακούγαμε με κλάμματα και εκείνος δακρυσμένος να λέει στη μαμά μας «οπωσδήποτε τα παιδιά πρέπει να συνεχίσουν το σχολείο στη Σπάρτη», και η μαμά κι εμείς το υποσχεθήκαμε. Φτάσαμε στο χωριό, ο παππούς καλλιεργούσε τα κτήματα και το σπίτι το συντηρούσε μια χαρά. Από τον μπαμπά μαθαίναμε νέα του με κάτι καρτούλες που μας έστελνε. Κάποτε έφεραν στο χωριό στην κοινότητα ένα ράδιο και ακούγαμε για τις Νίκες του Ελληνικού στρατού. Κάθε μέρα και μία πόλη ή ένα χωριό Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι, Κλεισούρα, και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και εμείς χαιρόμασταν. Χωρίς να καταλαβαίνουμε το μεγάλο κακό που έκανε αυτός ο πόλεμος. Οι πρώτοι μήνες πέρασαν και κάποια μέρα μας ήρθε μια ειδοποίηση ότι στη μάχη της Κορυτσάς ο μπαμπάς τραυματίστηκε και τον έφεραν στην Αθήνα στο νοσοκομείο. Εγώ με τον αδερφό μου ήμασταν στη Σπάρτη στο σχολείο. Ήρθε η μητέρα μας και μας έφερε τα νέα. Και μετά συνεχίσε για την Αθήνα για το νοσοκομείο. Ο πατέρας έγινε καλά αλλα δεν έκανε για το μέτωπο και τον κράτησαν στα μετώπισθεν. Και η μαμά γύρισε στο χωριό. Οι Νίκες διαδέχονταν η μία την άλλη, οι Ιταλοί δεν πολεμούσαν, δεν αγαπούσαν τον πόλεμο, παρόλο που είχαν φασιστικό καθεστώς. Τότε έτρεχαν οι Γερμανοί προς βοήθεια, στο τέλος του Μάρτη του 1941, και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντισταθούν στις 2 μεραρχίες των Γερμανών και άρχισαν να υποχωρούν. Με την άτακτη υποχώρηση, είχαμε πολλά θύματα νεκρούς και τραυματίες γέμισαν τα νοσοκομεία. Και παραμονές του Πάσχα ο Τσολάκογλου, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Παρέδωσε την Αθήνα στους Ιταλογερμανούς. Και ύψωσαν τη γερμανική σημαία στο βράχο της Ακρόπολης. Ήρθαν και στη Σπάρτη και εμείς κλείσαμε πόρτες και παράθυρα. Και δε βγήκαμε ούτε για μια στιγμή. Για καλή μας τύχη, έφυγαν οι γερμανοί σε λίγες μέρες. Και μας άφησαν τους Ιταλούς, που ήταν πιο μαλακοί, εκτός από τους καραμπινιέρους. Τα σχολεία άνοιξαν και συνεχίσαμε τα μαθήματά μας και τελειώσαμε τη χρονιά μας. Κατεβήκαμε στο χωριό όλοι μαζί και η θεία μου με τα παιδια να περάσουμε το καλοκαίρι. Όταν άνοιξαν τα σχολεία ανεβήκαμε πάλι στη Σπάρτη. Καλά πηγαίναμε τον πρώτο μήνα. Μια μέρα είδαμε να καταφτάνουν μηχανοκίνητα, μοτοσυκλέτες και μια φάλαγγα Γερμανοί. Δεν ήταν περαστικοί ήρθαν να μείνουν. Επίταξαν το γυμνάσιο και τα δημοτικά σχολεία και έτσι σταματήσαμε τα μαθήματα. Και φύγαμε άρον άρον για το χωριό μου. Ο πατέρας όμως δεν μας άφησε χωρίς σχολείο. Τον αδερφό μου τον πήγε στα Λεβέτσοβα και από εκεί πήρε το απολυτήριο του. Εγώ πήγα στη Σκάλα. Γιατί εκεί είχαν μαζευτεί οι αδιόριστοι κουμουνιστές καθηγητές και έκαναν ένα φροντιστήριο να το πούμε, σαν ιδιωτικό γυμνάσιο. Εκεί συγκεντρωθήκαμε 30 παιδιά όλοι και όλα σε όλες τις τάξεις. Εγώ με ένα άλλο κορίτσι και τέσσερα αγόρια ήμασταν στην πέμπτη οκτοταξίου. Τα άλλα ήταν σε πιο μικρές τάξεις. Όταν τελείωσε η χρονιά για να πάρουμε αποδεικτικό έπρεπε να δώσουμε εξετάσεις σε δημόσιο. Και έτσι πήγα στους Μολάους, εκεί ήταν καθηγητής ένας θείος μου, και εκεί όλοι οι καθηγητές ήταν μέχρι τον πόλεμο αδιόριστοι γιατί ήταν κομμουνιστές. Και μετά τον πόλεμο τους διόρισαν αμισθί, αν και τα κατοχικά λεφτά δεν είχαν καμιά αξία.

Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στην έκτη. Και με πολύ καλό βαθμό που με θαύμασε και ο θείος μου που ήταν και διάνοια. Και τότε άκουσα να λέει ότι οι συνάδελφοι έκαναν καλή δουλειά. Και έμεινα εκεί στην έκτη το 1942. Τα Χριστούγεννα με τις διακοπές γυρίσαμε στο χωριό, τότε είδα, ότι έρχονταν στο σπίτι μας επισκέψεις, οι γιατροί Χούμπαυλης, Μιχαλάκος, ο φαρμακοποιός Γριμπίλης, ο Γιάγκος, ο Καραμύτας, δικηγόρος, ο θείος ο Μαρέσκας, καθηγητής μου κλπ. Όλοι κομμουνιστές. Ο πατέρας ακόμα δεν ήταν στο κόμμα. Αργότερα μάθαμε ότι έκαναν  το ΕΑΜ – Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο- και ότι έβαλαν τον πατέρα υπεύθυνο να οργανώσει τους κατοίκους του χωριού. Όταν το Πάσχα στις διακοπές κατεβήκαμε στο χωριό βρήκαμε μια τέλεια οργάνωση και μάλιστα είχαν αρχίσει δράση. Τότε άρχισαν να δουλεύουν ανοιχτά. Δημιουργήθηκε και μια άλλη οργάνωση – η Αλληλεγγύη- και άρχισαν δράση οι πιο ηλικιωμένοι και πιο πολύ οι γυναίκες. Τότε ανέλαβε και η μαμά έργο. Μάζευαν ρούχα, τρόφιμα, στάρι, καλαμπόκι και ότι άλλο μπορούσαν και τα προωθούσαν στις πόλεις γιατί ο κόσμος πεινούσε. Όταν τελείωσε το σχολείο το καλοκαίρι και πήγα στο χωριό βρήκα στο σπίτι μας και ένα κοριτσάκι εφτά χρονών. Μας το είχε φέρει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδάκια δώδεκα τον αριθμό. Το κοριτσάκι αυτό το αγαπήσαμε πάρα πολύ και το είχαμε μαζί μας μετά από όλες μας τις περιπέτειες. Κάθε μέρα περνούσαν από το σπίτι δεκάδες πεινασμένοι από τις πόλεις και ο παππούς μας είχε να αναλάβει να δίνει σε όλους από κάτι. Ο αδερφός μου έφυγε για τρεις μέρες και ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη νομική. Εγώ τελείωσαν την έκτη, πήγα στην έβδομη και ο πατέρας μου έφαγε το πρώτο του ξύλο από τους Ιταλούς. Λίγο μεν, αλλά ήταν ξύλο γιατί τον πρόδωσε ένας χαφιές από τη γειτονιά μας, ότι περιθάλψαμε δύο Κύπριους που είχαν μείνει με το τέλος του πολέμου. Το καλοκαίρι του 42 πέρασε. Αλλά κάθε μέρα μαθαίναμε για τη δράση του ΕΑΜ όπως για τα διάφορα συλλαλητήρια που γίνονταν στην Αθήνα και πάντα είχε πρωτοβουλία το ΚΚΕ μέσω του ΕΑΜ. Άρχισαν στη συνέχεια, όπως μαθαίναμε, να δημιουργούνται ομάδες που θα έκαναν και μάχες. Στη Λακωνία έγινε μια ομάδα από τον Λεβεντάκη, δύο νέους Πρεκεζέ, δύο Κουταλάκης και ο Ντάρμος. Και άρχισαν να οργανώνουν τέτοιες ομάδες σε όλα τα χωριά. Μάλιστα έδωσαν και μια μάχη στον Πάρνωνα, στα σύνορα Αρκαδίας Λακωνίας με έναν λόχο Ιταλών, με αρχηγό τον Φεστούτσο. Οι Ιταλοί πήγαιναν στον Κοσμά, οι αντάρτες είχαν ειδοποιηθεί και έστησαν ενέδρα. Και με την βοήθεια των ΕΑΜίτων τους αποδεκάτισαν. Τότε είχαν πάει και από το χωριό μας μια ομάδα μαζί και ο πατέρας μου. Ήταν η αρχή για να έρχονταν σπίτι μας επισκέψεις για να φτιάξουν τον πυρήνα για αντάρτικο. Έπρεπε όμως πιο μπροστά να αναφέρω ένα Ιστορικό Κατόρθωμα των Ανταρτών. Αν και αυτό είναι δικαίωμα των ιστορικών, αλλα΄επειδή αναφέρθηκα στη μάχη στον Κοσμά πρέπει να το αναφέρω και αυτό το πιο σπουδαίο γεγονός. Στις 25 Νοεμβρίου το 1942 οι ΕΛΑΣίτες με τη βοήθεια του Ζέρβα και 3 άγγλων σαμποτέρ ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου στη Φθιώτιδα.  Το τρένο ήταν γεμάτο γερμανούς και πολλά όπλα και πολεμοφόδια. Όταν πέρασε το καλοκαίρι πήγα πάλι στους Μολάους στο σχολείο. Ακόμη ήταν Ιταλοί, το σχολείο λειτουργούσε κανονικά. Εγώ ήμουν στην έβδομη. Τα Χριστούγεννα κατέβηκα στο χωριό. Τότε έμαθα ότι ο μπαμπάς κατετάγη στο αντάρτικο, ανέλαβε διοικητής του 8ου εφεδρικού τάγματος. Και ο αδερφός μου έλειπε. (Μου είπε η μαμά μου, ότι έφυγε με άλλα παιδιά για τον Ταϋγετο. Και ότι έκαναν μια ομάδα - υποδειγματική - ως εκπρόσωποι της ΕΠΟΝ στο σύνταγμα). Εκείνες τις μέρες ήρθε ένας λόχος ανταρτών με επικεφαλή τον Μανόλη τον Σταθάκη. ΟΙ ΕΠΟΝίτες μαζέψαμε κοτόπουλα και άλλα τρόφιμα, μαγείρεψαν οι γυναίκες της Αλληλεγγύης και στρώσαμε τραπέζια στην αυλή του σπιτιού μας και έφαγαν. Και έφυγαν τη νύχτα για το Γεράκι γιατί εκεί ήταν το στρατηγείο. Μετά τις διακοπές γύρισα στο σχολείο. Πέρασε ο Γενάρης.  Μια μέρα στα τέλη του Φλεβάρη ένας μαθητής της έκτης εκταταξίου με φώναξε μαζί με μια συμμαθήτριά μου και μας έδωσε μια προκήρυξη. Ήταν για τη δημιουργία της ΕΠΟΝ και μας είπε ότι σε λίγες μέρες θα πάρουμε κι εμείς εντολή να οργανωθούμε. Έτσι στις 10 Μαρτίου μας φώναξε και μαζί με άλλα δεκαπέντε παιδιά συγκεντρωθήκαμε. Μετά το απογευματινό μάθημα –τότε κάναμε τα απογεύματα μαθήματα – και με κεριά κατεβήκαμε στο ακατοίκητο υπόγειο. Και μας διάβασε το καταστατικό της ΕΠΟΝ. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε και εμείς μέλη της ΕΠΟΝ. Και υποσχεθήκαμε προς το παρόν να μην το πούμε σε κανέναν. Όταν όμως πήγα στο σπίτι, ο θείος μου με περίμενε στην πόρτα και με άγριο τόνο άρχιζε να με ρωτάει που ήμουν και άργησα τρία τέταρτα. Εγώ έβρισκα διάφορες δικαιολογίες, χωρίς αποτέλεσμα. Τα πράγματα αγρίεψαν και τότε αναγκάστηκα να του πω που ήμουν. Γιατί ήξερα ότι και αυτός ήταν στο ΕΑΜ. Στην αρχή με μάλωσε γιατί το αποκάλυψα. Εγώ του είπα ότι δεν θα το έλεγα αλλά δεν ήξερα ότι προκειμένου να έβαζε άλλα πράγματα με το μυαλό του. Οι Γερμανοί άρχισαν τις επιδρομές και επειδή δεν μπορούσαν η μαμά μου με το μικρό να μείνουν στο χωριό, ήρθαν στους Μολάους. Και νοικιάσαμε δικό μας σπίτι. Το Πάσχα πλησίαζει, το σπίτι στο χωριό έγινε στέκι Ανταρτών. Εκεί μαγείρευα και στα επάνω δωμάτια έπαιρναν κανέναν άρρωστο ή και τραυματία. Μεγάλη Πέμπτη, η μαμά έκανε κουλουράκια μαζί με την ξαδέρφη μου που είχε παντρευτεί στους Μολάους. Εϊχε αγοράκι και ήταν πάλι έγκυος. Ο άντρας της ήταν αντάρτης μαζί με τον πατέρα μου. Παρασκευή πρωί πρωί ήρθε ένας αντάρτης σύνδεσμος και μας έφερε ένα άλογο και μας είπε να φύγουμε γιατί έρχονται γερμανοί – τον είχε στείλει ο πατέρας μου- και αμέσως φορτώσαμε ότι μπορούσαμε και πήγαμε σε ένα χωριό τρεις ώρες από τους Μολάους, την Καταβόθρα. Εκεί ήταν μια θεία που είχε παντρευτεί πρώτο εξάδερφο της μαμάς, τον Γρηγόρη, που πριν τον πόλεμο ήταν διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας στον Πειραιά. Πήγε στον πόλεμο και τώρα στο αντάρτικο μαζί με τον πατέρα. Λέγαμε πως θα μείνουμε εκεί, αλλά πρωί πρωί ήρθε ο σύνδεσμο και μας είπε ότι θα κάνουν επιδρομή οι γερμανοί και πρέπει να φύγουμε. Ο αδερφός της θείας μας έδωσε και ένα ακόμη άλογο. Γιατί η θεία είχε δύο κοριτσάκια, το ένα τρίο χρονών και το άλλο δέκα μηνών. Και έτσι αναχωρήσαμε για ένα χωριό στο τελευταίο άκρο του Πάρνωνα, τη Ρηχιά. Ήταν ένα χωριό άγονο, μόνο πέτρες και κουμαριές είχε. Όταν φτάσαμε μας περίμεναν οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ και αφού μας καλωσόρισαν μας πήγαν στο σπίτι του ιερέα. Εκεί μας υποδέχτηκαν με χαρά, είχαν ετοιμάσει το τραπέζι με σούπα και άλλα ωραία φαγητά. Αφού φάγαμε και κοιμήσαμε τα μωρά, καθίσαμε να συζητήσουμε. Ήταν 2 η ώρα μμ. Και ακούσαμε έξω από το σπίτι, γιατί ήταν στο κεντρικό δρόμο, να περνάει στρατός. Νομίσαμε ότι ήταν γερμανοί, ο σύνδεσμος όμως μας είπε και μας καθυσήχασε, ότι δεν είχε τέτοια πληροφορία. Τότε βγήκα έξω να ρωτήσω μαζί με τον ιερέα. Ήταν ο λόχος του Μαχαίρα με τα πολυβόλα. Είδαμε πολλά γνωστά παιδιά και πολλά από το χωριό μας. Στην ερώτησή μου για το που βρίσκονται ο μπαμπάς και ο αδερφός μας απάντησε ο Μαχαίρας, ότι ο μπαμπάς ήταν κάπου στον Πάρνωνα κοντά μας, και ο αδερφός στον Ταϋγετο. Εκεί όπως μάθαμε μετά ήταν το όγδοο σύνταγμα. Και πήραν απόφαση να δημιουργήσουν μια ομάδα από όλα τα τάγματα και να κάνουν την υποδειγματική που θα έρχεται σε επαφή με τις οργανώσεις της ΕΠΟΝ σε όλα τα χωριά και τις πόλεις και σε ώρα μάχης να βοηθούν. Και μετά από αυτή τη συζήτηση, ησύχασε και η μαμά μου. Κοιμηθήκαμε και το πρωί πήγε στην εκκλησία μαζί με άλλες κυρίες και με τη θεία στη γιορτή της αγάπης στην πλατεία. Έστησαν ψησταριές και έψηναν αρνιά ομάδικά. Είχε μείνει και ο λόχος του Μαχαίρα. Και με όργανα λαϊκά έκαναν ένα γλέντι όλο το χωριό και πολλοί σαν εμάς φιλοξενούμενοι έως το απόγευμα χόρευαν και τραγουδούσαν. Και ξαφνικά ήρθε το μήνυμα. Οι γερμανοί από τους Μολάους έκαναν επιδρομή στα χωριά και μάζευαν λάδια, στάρια, κότες, αρνιά, και ότι άλλο έβρισκαν. Και μαζί με τα τρόφιμα μάζευαν και ανθρώπους όταν τους θεωρούσαν ύποπτους. Είπαν δε ότι είχαν κατευθυνθεί προς τη Ρηχιά. Οι αντάρτες μάζεψαν τα όπλα και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Είπαν και σε μας ότι έπρεπε να απομακρυνθούμε. Πήραμε κι εμείς δύο κουβέρτες και αφήνοντας τη θεία με τα μωρά στου παππά το σπίτι ανεβήκαμε μαζί με πολύ κόσμο στο βουνό. Νύχτωσε έκανε τρομερό κρύο. Δεν τολμούσαμε να ανάψουμε φωτιά μήπως και αμς ανακαλύψουνε. Και μας άρχιζαν να μας χτυπούν, ως συνήθως, με τους όλμους. Στριμωχτήκαμε κάτω από τις κουμαριές και όσοι μπόρεσαν κοιμήθηκαν. Πρωί πρωί ξυπνήσαμε και με τρόμο είδαμε στον απέναντι λόφο να κατεβαίνει στην πλαγιά μια μεγάλη φάλλαγα. Νομίσαμε ότι ήταν γερμανοί και χωθήκαμε κάτω στις κουμαριές. Όμως παρατηρήσαμε ότι δεν φορούσαν γερμανικές στολές αλλά οι στολές τους ήταν διάφορα χρώματα. Άρα ήταν αντάρτες. Και μάλιστα ήταν το τάγμα του μπαμπά μου. Κατέβηκαν κάτω στη ρεματιά και από τον άλλο λόφο κατεβήκαμε κι εμείς. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Και όλοι μαζί, αφού περπατήσαμε για μία ώρα φτάσαμε στο Γέρακα, όπου στο λιμάνι είχαν έρθει τα πλοία των ανταρτών, το ηρωικό ΕΛΑΝ. Ο Γέρακας ήταν ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Ελλάδας. Με πολλα νερά και άφθονα λουλούδια που μοσχοβολούσε η ατμόσφαιρα. Με χαρά μας υποδέχτηκαν. Στο χωριό οι ΕΠΟΝίτες έστρωσαν πολλά τραπέζια. Και οι αντάρτες μαγείρεψαν, γιατί εκτώς από αυτά που είχαν μαζέψει τα παιδιά από το χωριό τρόφιμα οι αντάρτες έφερναν μαζί και την επιμελήτρια και τους μαγείρους. Μάθαμε μετά ότι οι γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν ακόμη και από τους Μολάους. Είναι περιττό να γράψω ότι από όπου πέρασαν δεν άφησαν τίποτα. Μάζεψαν όλα τα ζωντανά, αρνιά, κότες, γουρούνια και από τις σοδιές του κόσμου λάδι, στάρια και ότι άλλο ήταν για φαγητό. Ο μπαμπάς με τους αντάρτες έφυγαν για άγνωστο μέρος και εμείς αφού έφυγαν οι γερμανοί έπρεπε να επιστρέψουμε στους Μολάους γιατί έπρεπε να συνεχίσω το σχολείο το οποίο υπολειτουργούσε ένεκα των επιδρομών. Οι μέρες περνούσαν και τα σχολεία δεν άνοιγαν. Πάντα υπήρχε ο φόβος των γερμανών. Και μια μέρα με μια συμμαθήτρια μου και ΕΠΟΝίτισα μαζί με έναν δημοσιογράφο και φίλο του μπαμπά μου αφήσαμε τους Μολάους και με τα πόδια, περπατώντας δύο μέρες, φτάσαμε στο Γεράκι για να δουλέψουμε εκεί στην ΕΠΟΝ. Εκεί ήταν και το στρατηγείο των ανταρτών και το νοσοκομείο. Αρχίσαμε δουλειά, βοηθάγαμε και το νοσοκομείο και συνάμα βοηθούσαμε και στην ΕΠΟΝ. Γνώριζαν τον μπαμπά μου τον Βέρθερο όπως ήταν το ψευδώνυμο, και μου είπαν ότι τον άφησαν στον Ταϋγετο γιατί το τάγμα του θα κατέβαινε στην πεδιάδα για τη συγκομιδή των σιτηρών. (Μου είπαν και για τον αδερφό μου ότι μαζί με άλλους ΕΠΟΝίτες από κάθε λόχο δημιούργησαν μια ομάδα που την ονόμασαν «υποδειγματική». Η ομάδα αυτή ασχολείτο με καθοδήγηση των νέων με μουσικοφιλολογικές εκδηλώσεις και έπαιρναν μέρος και σε ενέδρες). Ένα πρωί του Μάη, ήμασταν ξενυχτισμένοι γιατί μας έφεραν τρεις τραυματίες που είχαν πάρει μέρος σε μια ενέδρα. Και εμπόδισαν τους γερμανούς να κάνουν πλιάτσικο, βγήκαμε έξω από το πρόχειρο νοσοκομείο που είχανε στήσει και είδαμε μια ασυνήθιστη κίνηση. Μας είπαν ότι είχε έρθει η υποδειγματική του συντάγματος. Σε αυτή την ομάδα ήταν και ο αδερφός μου και ένα άλλο πρόσωπο, ο χριστιανός –ψευδώνυμο- που έμελλε ύστερα από τρία χρόνια να γίνει άντρας μου. Εκείνες τις ημέρες της αγωνίας και του φόβου τα παιδιά αυτά έδωσαν μια νότα διασκέδασης και χαμόγελο στον κόσμο του χωριού στους αντάρτες. Γιατί εκείνη ήταν το στρατηγείου του ογδόου συντάγματος και είχε κόσμο που είχαν έρθει από άλλα χωριά κυνηγημένοι. Οι όμορφες μέρες ειρήνης όμως πέρασαν και μια μέρα ήρθε το μήνυμα για να φύγουν όλοι και να μεταφερθούν τραυματίες και το στρατηγείο γρήγορα στο Παλιοχώρι. Αφού βοηθήσαμε όλοι, εμείς οι ΕΠΟΝίτες φύγαμε προς την Κοριτσά. Ήταν δύο ώρες και για κακή μας τύχη μας έπιασε και μια δυνατή βροχή. Μας περίμεναν εκεί όλο σχεδόν το χωριό. Είχαν ανοίξει το σχολείο, είχαν ανάψει τη σόμπα, είχαν φέρει σκεπάσματα και πολλά τρόφιμα. Εκεί είχαμε και μια κουμπαριά η μαμά μου είχε βαφτίσει ένα κορίτσι και αμέσως οι κουμπάροι ήθελαν να με πάρουν στο σπίτι τους. Εγώ αρνήθηκα, ήθελα και έμεινα με τους συναγωνιστές. Όταν χωρίσαμε με τον αδερφό μου δε ξέραμε που θα βρεθούμε και πότε. Μαζί ήταν και ο Χριστιανός και την ώρα που φεύγανε μου άρπαξε τον μπερέ μου. Μου τον είχανε φτιάξει εκεί στο Γεράκι. Όταν το ρώτησα γιατί μου το έκανε αυτό, μου απάντησε, ότι αυτό είναι προειδοποίηση ότι όταν ελευθερωθούμε έχουμε πολλά να πούμε. Την άλλη μέρα μας έφεραν ένα καζανάκι, φακές, λάδι, και ότι άλλο χρειαζόμαστε να μαγειρέψουμε και πολλά τυριά γιατί στο χωριό ήταν πολλοί τσοπάνηδες. Δεν προλάβαμε όμως να φτιάξουμε το φαγητό. Ήρθαν και μας ειδοποίησαν ότι έρχονται οι γερμανοί και να φύγουμε. Πήραμε το καζάνι και τα υπόλοιπα τρόφιμα και μαζί με άλλους κατοίκους φύγαμε απ’ το χωριό. Εκεί βρήκαμε ένα χώρο, ένα μικρό κτηματάκι και βάλαμε να μαγειρέψουμε. Δεν προλάβαμε όμως, ένα τσοπανόπουλο μας φώναξε «έρχονται». Τα αφήσαμε όλα και κρυφτήκαμε μέσα στο δάσος. Ήταν 15 γερμανοί. Φαίνεται και αυτοί φοβήθηκαν, ίσως νόμισαν ότι ήταν αντάρτες. Και με τρόμο μας έριξαν το καζάνι με το φαγητό με κλωτσιές και έφυγαν τροχάδην. Εμείς μείναμε χωρίς φαγητό αλλά είχαμε ψωμί, τυρί και το μοιράσαμε και φάγαμε.

Επιστροφή στους Μολάους
Το Γεράκι άδειασε και από γερμανούς και από αντάρτες. Μεταφέρανε το νοσοκομείο και το στρατηγείο στο Παλιοχώρι Κυνουρίας. Οι δε γερμανοί πήγαν στη Σπάρτη. Και εμείς πια δεν είχαμε δουλειά στο Γεράκι και γυρίσαμε εγώ, η Μαρία και ένα κλιμάκιο από αντάρτες στου Μολάους. Όταν έφτασα στο σπίτι είδα τη μαμά να μαζεύει τα πράγματα. Και έξω στην αυλή δύο άλογα. Όταν ρώτησα τι συμβαίνει μου είπαν ότι ο πατέρας τα έστειλε με ένα θείο μας να μας πάρει και να μας μεταφέρει στο Γεράκι. Γιατί είχαν πληροφορίες ότι θα ερχόντουσαν στους Μολάους οι Γερμανοί. Πολλοί, ένα τάγμα. Και οι αντάρτες θα έστηναν ενέδρα για να το χτυπήσουν. Σε ποιο μέρος ακριβώς δε λέγανε. Μετά όμως όταν έγινε το χτύπημα, μάθαμε ότι έγινε πλησίον των Μολάων, στην Γκαγκανιά. Εκεί έλαβε μέρος και ο πατέρας μου. Οι γερμανοί γύρισαν ξανά στη Σπάρτη και μάλιστα είχαν και απώλειες. Εμείς όμως είχαμε πλέον πάει στο Γεράκι. Εγώ, η μαμά, ο αδερφός και η μικρή Άννα. Δύο μέρες όμως καθίσαμε γιατί μάθαμε πως είχαν φύγει οι γερμανοί και κατεβήκαμε στο χωριό. Στο σπίτι ήταν ο παππούς που φρόντιζε για όλα για το σπίτι, για κτήματα και για τα ζώα. Μας είπε δε ότι δύο νύχτες κατέβαιναν οι αντάρτες και έδιναν τη μάχη της σοδειάς. Αυτό θα πει ότι την ημέρα οι αγρότες δεν τολμούσαν να θερίσουν τα στάρια, τα κριθάρια, τα καλαμπόκια. Στη μάχη αυτή πήρε μέρος και το τάγμα του πατέρα. Και έτσι θερίσανε και τα δικά μας και κρατήσαμε μερικά στάρια και καλαμπόκια. Τα πιο πολλά όμως πήγαν για την επιμελητεία του αντάρτη. Τώρα αφού μαζευτήκαμε έπρεπε να φροντίσουμε για την αναδιοργάνωση της ΕΠΟΝ. Με τις συχνές επιδρομές των γερμανών είχαμε διαλυθεί. Στην περιφέρεια μας ήμασταν δεκαπέντε χωριά. Κανονίσαμε και συγκεντρωθήκαμε στη Σκάλα, όσοι γραμματείς και όσοι άλλοι μπορούσαν από τις τοπικές οργανώσεις. Κατέβηκαν και από τη Σπάρτη, από τη νομαρχιακή μια Κυριακή του Αυγούστου, και αφού κάναμε απολογισμό, κριτική και αυτοκριτική είπε ο καθένας μας τις δικές του απόψεις. Και το βράδυ αργά, εκλέξαμε το καινούριο συμβούλιο. Γραμματέα εκλεξαμε ένα φοιτητή από την Ελίκα και αναπληρωτή γραμματέα εμένα. Βάλαμε καθήκοντα και ετοιμαζόμαστε με όρεξη καινούρια να φύγουμε. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας ΕΑΜίτης και μας λέει ψυχραιμία έρχονται οι Ιταλοί, γιατί στη Σκάλα είχαμε Ιταλούς. Αμέσως στρώσαμε τραπέζια, βάλαμε κρασί και ότι άλλο φαγητό είχαμε και όταν μπήκαν οι Ιταλοί εμείς τραγουδούσαμε την Νεραντζούλα και ευχόμασταν καλά ριζικά, δήθεν ότι είχαμε αρραβώνες. Και μαζί μας ήπιαν και εκείνη. Το διαλύσαμε αργά και τραγουδώντας βγήκαμε από τη Σκάλα. Την άλλη μέρα αρχίσαμε δουλειά. Οι τσοπάνηδες μας έφεραν μαλλιά. Οι γυναίκες της αλληλεγγύης τα έπλυναν και έξαβαν οι γιαγιάδες με τις ρόκες, τα έκαναν νήματα και εμείς οι ΕΠΟΝίτες αρχίσαμε να πλέκουμε κάλτσες, κασκόλ, πουλόβερ, κουκούλες, γάντια, και με βελόνες για το πλέξιμο από ομπρέλες χαλασμένες, τις μπανέλες. Οι νέοι αλωνίσανε και πήγαν στάρι και κριθάρι στο μύλο και έκαναν αλεύρι. Όταν περνάγανε αντάρτες απ’ το χωριό, και περνάγανε συχνά τα κορίτσια αν ξέρανε ζυμώνανε και φτιάχνανε ψωμί και το δίνανε στους αντάρτες. Το σπίτι μας ήταν κέντρο, διερχόμενο, επειδή είχαμε μεγάλη αυλή και δύο τζάκια μαγείρευαν και τρώγανε.
Έφτασε ο Σεπτέμβρης. Έως τότε κάναμε και κάτι θεατράκια. Μαζευόμασταν από όλα τα χωριά στην εξοχή. Μακριά από ανεπιθύμητους και κάναμε διαλέξεις, αγώνες. Ένα πρωινό ακούσαμε ότι οι Γερμανοί, συνθηκολόγησαν με τους Ιταλούς. Δηλαδή η συνθήκη ήταν η εξής: να παραδώσουν τα όπλα και να τους αφήσουν να φύγουν. … είχαν ένα φυλάκιο και μία αποθήκη όπλα και πυρομαχικά, και τα φύλαγαν Ιταλοί. Κατέβηκε ο πατέρας με ένα λόχο και οργανωμένοι στο ΕΑΜ με άλογα και γαϊδούρια. Και έτρεξαν πριν από τους Γερμανούς, φόρτωσαν όλο το υλικό και μαζί με όσους Ιταλούς ήθελαν να ακολουθήσουν. Έφυγαν και ήρθαν στο χωριό και στην πλατεία άφησαν όλο το υλικό. Όσοι Ιταλοί έμειναν στα Τρίνησα τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Και όχι μόνον εκεί, δεν άφησαν ούτε έναν, όπου κι αν υπήρχαν. Στην Κεφαλλονιά εκτέλεσαν 8000. Τη νύχτα ήρθαν και άλλοι αντάρτες και φόρτωσαν σε μουλάρια τα όπλα, και όλοι μαζί – Ιταλοί και Έλληνες -  έφυγαν για τον Πάρνωνα. Έγινε όλη η επιχείρηση τόσο κρυφά και γρήγορα που, εκτός από εμάς τα ΕΠΟΝιτάκια, που είχαμε κυκλώσει όλο το χωριό και παρακολουθούσαμε μη γίνει καμιά επιδρομή, δεν κατάλαβε κανείς τίποτα. Γιατί και οι προδότες οργιάζανε. Ευτυχώς πρόλαβαν και το πρωί όλοι εμείς κοιμόμασταν.

Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως οι αντάρτες τους ξεγέλασαν και πως πήραν τους Ιταλούς μέσα από τα χέρια τους. Και έφεραν έναν κατάσκοπο και τον εγκατέστησαν μόνιμο στο χωριό, ονόματι Ζερβογιαννάκο, δήθεν έμπορο δημητριακών. Παρακολουθούσε κάθε κίνηση στο χωριό και μεταβίβαζε ό,τι έπεφτε στην αντίληψή του. Σε λίγο καιρό αρραβωνιάστηκε και μια κοπέλα για να γίνει πιό πιστευτός. Όμως η μαχητική ομάδα του ΕΑΜ τον αντιλήφθηκε και μια νύχτα του Οκτώβρη χάθηκε. Στον κόσμο που ρωτούσε έλεγαν ότι τον ζήτησε ένας φτωχικά ντυμένος και έφυγε μαζί του. Κι έτσι έμεινε ότι τον πήρε ο διακονιάρης. Οι Γερμανοί εξαγριώθηκαν και ξεκίνησαν για το χωριό. Όλος ο κόσμος τότε έφυγε. Εμείς είχαμε στο σπίτι μας μία θεία, πρώτη εξαδέλφη της μαμάς μου,  με την αδελφή της και 3 μικρά κοριτσάκια. Ο άντρας της ήταν στο βουνό. Ήταν από το Γύθειο, που εκεί ήταν μόνιμοι οι Γερμανοί, και κάθε μέρα τους έκαναν έρευνα και έτσι βρήκαν καταφύγιο σε μας. Για πόσο όμως ;
Ένα πρωί μας πληροφορούν ότι είδαν ύποπτες κινήσεις Γερμανών, να ετοιμάζονται για επιδρομή. Μόλις και προλάβαμε να φύγουμε, με τα μωρά και με το μουλαράκι μας πάντα φορτωμένο. Φτάσαμε στο Βρονταμά, μας τακτοποίησαν σε ένα σπίτι και αρχίσαμε τη ζωή μας. Συνδεθήκαμε και με την ΕΠΟΝ. Θυμάμαι πως εκεί ήταν και πολλοί Ιταλοί , όπου είχαν δραπετεύσει απ’ τους Γερμανούς. Ένας μάλιστα έκλαιγε, γιατί δεν μπορούσαν να μάθουν νέα από τους δικούς τους.

Περάσαμε αρκετές μέρες εκεί και επιστρέψαμε στο σπίτι μας, το οποίο είχαν κυριολεκτικά λεηλατήσει. Απο λάδια, αλεύρι, εώς κοτόπουλα. Ευτυχώς ο παππούς είχε την κατσίκα με τρία κατσικάκια έξω από το χωριό και δεν τη βρήκαν να μας την πάρουν κι αυτή.

Ήρθε το φθινόπωρο. Άρχισαν οι Γερμανοί ομαδικές εκτελέσεις και να καίνε τα χωριά. Το Νοέμβριο εκτέλεσαν στο Μονοδένδρι 119 από τη Σπάρτη. Επιστήμονες από μία οικογένεια και τα 4 παιδιά τους. Τζιβανόπουλοι λεγόντουσαν. Ο πιο μικρός μάλιστα ήταν συμμαθητής μου.Και άλλα 5 αγόρια, συμμαθητές μου και πολύ καλοί φίλοι του αδελφού μου. 3 νέους επιστήμονες Αλεμαγκίδη, γνωστοί μας και ύστερα απο χρόνια η αδελφή της έγινε νονά της κόρης μας, επειδή παντρεύτηκε τον Χούμπαυλη, που είχε βαφτίσει την μικρή. Και έναν πολύ φίλο του πατέρα μου, εκλεκτό και από τους κορυφαίους χειρούργους, τον Χρήστο Καρβούνη ( Οι Γερμανοί του χαρίζανε τη ζωή αλλά αυτός δεν δέχτηκε ).

Αρχές Δεκεμβρίου. Είχαν έρθει στο χωριό πολλοί αντάρτες. Ο λόχος πολυβόλων του Μαχαίρα, ο Λόχος του Σταθάκη και ο Λόχος του Αστραπόγιαννη. Είχαν πληροφορίες ότι θα περνούσαν από τη Σκάλα ένα τάγμα Γερμανοί και θα έκαναν επιδρομή στους Μολάους και στα γύρω χωριά. Οι αντάρτες συνεδρίασαν, οι επικεφαλής των Λόχων, και πήραν απόφαση να κάνουν ενέδρα σε ένα χωριουδάκι, που ήταν πριν τη γέφυρα του Ευρώτα. Ήταν ένας λόφος με θάμνους κι εκεί έπρεπε να περιμένουν και να τους εμποδίσουν να περάσουν. Φεύγοντας οι αντάρτες μας είπαν να απομακρυνθούμε γιατί δεν ξέραμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Άρχισε το χωριό να αδειάζει. Ο παππούς έφυγε για τα κτήματα. Η μαμά φόρτωσε το μουλαράκι με τρόφιμα και κουβέρτες γιατί δεν ξέραμε πού θα πάμε. Εγώ όμως, με όλες τις ΕΠΟΝίτισσες και τους ΕΠΟΝίτες, δεν θέλαμε να απομακρυνθούμε, μήπως λέγαμε γίνει μάχη και χρειαστούν οι αντάρτες βοήθεια. Όμως οι Γερμανοί ήταν πάρα πολλοί και οι δικοί μας, αφού έριξαν μερικές χειροβομβίδες και με τα πολυβόλα χτυπήματα, υποχώρησαν. Και τρέχοντας έφτασαν στο χωριό και φώναξαν «αδειάστε το, τα σπίτια, φύγετε μακριά». Όλοι τότε τρέξαμε προς τους λόφους, οι όλμοι έπεφταν δεξιά-αριστερά- εμπρός μας, αλλά πιό μακριά μας είχαμε ένα σκυλάκι και μπερδεύτηκε στα πόδια μου και έπεσα στις πέτρες. Τα πόδια μου και τα χέρια μου έτρεχαν αίματα και πονούσα πάρα πολύ, όμως έπρεπε να απομακρυνθούμε. Με βοήθησαν πολύ, όλος αυτός ο κόσμος. Σε δύο ώρες είχαμε φτάσει σε ένα καλύβι στον ψηλότερο λόφο. Η μαμά κατέβασε τα πράγματα απ’ το μουλαράκι, έσκισε ένα παλιό μαξιλάρι, και η εξαδέλφη μού έπλυνε τις πληγές με κρασί, που κάποιος είχε μαζί του, και μου έδεσε τα τραύματα.

Δεν θα ξεχάσω τον πανικό που μας είχε καταβάλλει όλους, τα μικρά τσιρίζανε, ένας συγχωριανός μας, ο Παναγιώτης Μπουντούρης, ήταν άρρωστος με 40 πυρετό, είχε κοιλιακό τύφο. Είχε και όλη την οικογένεια μαζί, μικρά παιδιά, μόνο το ένα αγόρι ήταν δεκατριών ετών, τα άλλα ήταν μικρά. Του θείου του Γιώργου του Μπλέτα τα μικρά είχαν μείνει μαζί μας. Η θεία είχε καταφύγει αλλού, με άλλα λόγια είχαμε χαθεί μεταξύ μας. Ο μεγάλος γιός τους, δεκαεπτά χρονών, είχε πάει κι αυτός στο Αντάρτικο, τα άλλα ήταν μικρότερα. Μαζί μας ήταν τρία, η Γιωργία, δεκατεσσάρων ετών, ο Αντώνης δέκα και ο μικρός, τριών ετών. Έκανε κρύο, μπήκαμε στο καλύβι, έτρεξαν τα αγόρια και μάζεψαν ξύλα, βάλαμε φωτιά και άρχισε να ζεσταίνεται η ατμόσφαιρα. Η μαμά είχε από το πρωί σφάξει ένα κοτόπουλο και ετοιμαζόταν να μας το μαγειρέψει με τραχανά. Νερό όμως δεν είχαμε, ο λόφος δεν είχε ούτε τρεχούμενο ούτε πηγή. Για καλή μας τύχη, τη νύχτα είχε βρέξει και οι λακκούβες, μεγάλες λακκούβες που τις είχαν σκάψει οι τσοπάνηδες, ήταν γεμάτες, γιατί από εκεί πότιζαν και τα πρόβατα, Ήταν όμως θολό αλλά έπρεπε να μαγειρέψουμε. Εγώ με την εξαδέλφη μου την Ελένη πήραμε μια κατσαρόλα, ένα μπρίκι και ένα πανί, από το μαξιλάρι που έσκισε η μαμά, και πήγαμε σε μια λακκούβα και με το μπρίκι μαζεύαμε  νερό, αφού το στραγγίζαμε με το πανί. Το πήγαμε στην καλύβα, το βράσαμε πολύ ώρα και από αυτό το νερό γεμίσαμε και ένα κουβά, για να έχουμε να πίνουμε.
Το φαγητό ετοιμάστηκε, η μαμα όμως απ΄την τρομάρα της και τη βία μας να φύγουμε από το σπίτι, άφησε τα πηρούνια και τα κουτάλια και δεν μπορούσαμε να φάμε. Ξέχασα να πώ πως το φαγητό το ανακάτευε με ένα ξύλο που έκοψε από μια κουμαριά. Τότε πήγαμε εγώ και η ξαδέλφη μου σε ένα μαντρί και ζητήσαμε από τον τσοπάνη να μας δώσει ένα κουτάλι, δεν είχε όμως. Στο τέταρτο μαντρί βρήκαμε ένα ξύλινο της κακιάς ώρας, πολύ μα πολύ χάλι. Μας το έδωσε με την υπόσχεση να το πάμε ξανά και έτσι έγινε, αφού το πλύναμε καλά στη λακκούβα. Πήγαμε με το ξύλινο κουτάλι στο καλύβι, βάλαμε την κατσαρόλα στη μέση και καθήσαμε όλοι γύρω. Και ένας-ένας και με τη σειρά, φάγαμε τον τραχανά και στο τέλος πήραμε και από ένα κομμάτι κοτόπουλο και με λίγο ψωμί φάγαμε. Άδειασε η κατσαρόλα, πήγαμε την πλύναμε καθώς και το κουτάλι και το πήγαμε στον τσοπάνη και τον ευχαριστήσαμε.

Νύχτωσε, έκανε πολύ κρύο, μαζέψαμε πολλά ξύλα και τα βάλαμε στο τζάκι, ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά. Ήρθε η ώρα να κοιμηθούμε. Κόψαμε πολλά κλαδιά από τις κουμαριές, τα βάλαμε κάτω στο χώμα - γιατί το καλύβι ήταν κάτω χώμα – και απάνω η μαμά μου άπλωσε μια κουβέρτα, και οι εφτά ξαπλώσαμε σε κύκλο και με μία άλλη κουβέρτα σκεπαστήκαμε. Είναι περιττό να σας πω ότι δεν μπορούσαμε να απλώσουμε τα πόδια μας, μόνο τα πιό μικρά μπόρεσαν να κοιμηθούν. Ο αδελφός μου, που ήταν τότε εφτά χρονών, το θυμάται ακόμα και μου λέει ότι όταν κάτι στα πόδια τον εμποδίζει, δεν το αντέχει και δεν κοιμάται. Ήμασταν 40 άτομα και μαζί και ο άρρωστος, που όλη τη νύχτα βογκούσε απ’ τον πολύ πυρετό. Τη νύχτα μάς ήρθαν και τρία παλληκάρια κυνηγημένα, κρυωμένα και νηστικά, φίλοι και συγγενείς. Και μόνο ψωμάκι είχαμε να τους δώσουμε. Έφαγαν και κάθησαν κοντά στη φωτιά να ζεσταθούν. Έτσι ξημέρωσε. Βράσαμε τσάϊ του βουνού, μια κατσαρόλα, και με ένα κύπελο, πρώτα τα μικρά και μετά εμείς οι πιο μεγάλοι, με λίγο ψωμάκι φάγαμε. Βγήκαμε μετά έξω στον ήλιο, έκανε πάρα πολύ κρύο. Εγώ πονούσα στα γόνατα τρομερά απ΄ τα χτυπήματα. Ύστερα απο δύο ώρες, έρχεται ένα τσοπανόπουλο, τροχάδην και φοβισμένο, με φωνές και μας λέει ότι έρχονται οι Γερμανοί. Βλέπεις οι ρουφιάνοι έκαναν καλή δουλειά. Μας είχαν προδώσει. Τότε μαζέψαμε τα πράγματά μας άρων-άρων, η μανούλα μας φόρτωσε το μουλαράκι, βάλαμε και τον άρρωστο σε ένα γαϊδούρι και όλοι τρέξαμε μέσα στο ρέμα, που ήταν γεμάτο πεύκα, να κρυφτούμε. Μεγάλος πανικός. Το μουλαράκι μας σταμάτησε, δεν προχωρούσε, κι έτσι το εγκαταλείψαμε. Σε μια στιγμή βλέπουμε τον άρρωστο να πέφτει από το γαϊδούρι. Τρέξανε οι μεγάλοι, τον έβαλαν πάλι επάνω και μας λέει :«Δεν μπορώ να ακολουθήσω, πάρτε μόνο τα παιδιά μου, εγώ με τη γυναίκα μου γυρίζουμε στο χωριό».
Και έτσι στην παρέα μας προστέθηκαν και άλλα δύο μικρά και η μαμά είχε πλέον να προστατέψει έξι μικρά. Εγώ με την ξαδέλφη μου, οι πιό μεγάλες, και η μαμά γίναμε πλέον εννέα άτομα. Και αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στο ρέμα, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε. Έγινε απόγευμα κι εμείς τρέχαμε. Πότε κλαίγαμε, πότε σταματούσαμε να ξεκουραστούμε. Συναντήσαμε και άλλους πολλούς που τρέχανε, γνωστούς και αγνώστους. Εκείνη όμως τη δύσκολη στιγμή, γίναμε  όλοι φίλοι.

Άρχισε να νυχτώνει κι εμείς ήμασταν ακόμα στο άγνωστο, βαδίζαμε χωρίς να ξέρουμε πού. Σε λίγο έπεσε το σκοτάδι για τα καλά. Και τότε ακούσαμε βαριά περπατήματα και πολλά, και κουβέντες που δεν καταλαβαίναμε. Κάπου - κάπου ακούγαμε να καλούν με ονόματα ελληνικά. Κάποιος είπε Γερμανοί, αυτό που πιστεύαμε όλοι. Και μαζί τους είχαν και προδότες για να τους δείχνουν τα μονοπάτια. Αμέσως όλοι διαλυθήκαμε, φύγαμε απ’ το ρέμα και χωθήκαμε κάτω απο τα πεύκα στις πλαγιές. Εγώ, ο αδελφός μου, η ξαδέλφη μου και δύο μικρά, χωθήκαμε κάτω από ένα πεύκο μέσα σε θάμνους. Η μαμά μου με τα άλλα μικρά κρύφτηκαν σε ένα άλλο. Είχαμε προς στιγμή χαθεί. Βλέπαμε να περνάνε οι Γερμανοί απο μπροστά μας, σε απόσταση αναπνοής, μέσα στο ρέμα. Κι εμείς αγκαλιασμένοι τρέμαμε. Αυτοί περπάτησαν μέχρι 50 μέτρα και ξαναγύρισαν. Τότε η μαμά μου σύρθηκε και ήρθε και μας βρήκε. Τα άλλα μικρά που είχε μαζί της περίμεναν κλαίγοντας, παρ’ όλη την υπόσχεση που τους έδωσε ότι δεν θα τα άφηνε μόνα τους. Έτσι έγινε, γύρισε και τα πήρε και τα έφερε εκεί που ήμασταν κι εμείς.

Όταν άρχισε ο κόσμος δειλά να βγαίνει από το δάσος, βγήκαμε κι εμείς. Έπρεπε να βγούμε από το ρέμα, όμως δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε το μονοπάτι και αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε το βουνό. Ανεβαίναμε τους βράχους εγώ με την Ελένη και η μαμά μου μας έδινε τα μικρά και τα ανεβάζαμε. Μ’ αυτόν τον τρόπο φτάσαμε σε ένα οροπέδιο, όμως δεν ξέραμε που να πάμε. Ξαφνικά είδαμε ένα φωτάκι μακριά, νομίσαμε ότι ήταν ξωκκλήσι. Και με όσες δυνάμεις μας είχαν απομείνει, σέρνοντας, φτάσαμε.

Δεν ήταν εκκλησάκι, ήταν ένα καλύβι. Χτυπήσαμε την πόρτα και βγήκε μια γυναίκα τρομαγμένη. Της ζητήσαμε βοήθεια, μας έμπασε μέσα. «Ο άντρας μου», μας λέει, «έφυγε γιατί φοβήθηκε. Περάστε μέσα». Είχε πέντε παιδιά, το μεγαλύτερο θα ήταν οχτώ χρονών. Ήταν, όπως φαινόταν, πολύ φτωχή. Είχε ζημώσει λίγο αλεύρι με νεράκι και έφτιαχνε κάτι πιτούλες και, σε μια πλάκα σιδερένια, τις έψηνε. Και είχε και ελιές και είχαν φάει, είχαν όμως μερικές, ίσως θα τις έτρωγαν το πρωί. Όμως με ευχαρίστηση μας τις πρόσφεραν. Εγώ, η μαμά μου και η Ελένη δεν φάγαμε. Μα και τα μικρά μας πολύ λίγο. Τα βάλαμε κάτω, δίπλα στη φωτιά, και τα σκεπάσαμε με μια παλιά κουβέρτα και κοιμήθηκαν. Όπως καθόταν η μαμά μου σ’ ένα σκαμνί, έγειρα στην ποδιά της και με πήρε ο ύπνος. Γρήγορα όμως ξυπνήσαμε, γιατί έπρεπε να φύγουμε πριν ξημερώσει. Ρωτήσαμε την κυρία πού βρισκόμασταν και μας κατατόπισε. Η μαμά ρώτησε για κάτι σπίτια που είχαν κτίσει κάτι οικογένειες, εναν οικισμό, όλοι συγγενείς. Σε μία από αυτές τις οικογένειες, ο ξάδελφος μου, αδελφός της Ελένης που ήταν μαζί μας, είχε βαφτίσει ένα παιδί και ήταν εκεί κοντά αυτά τα σπίτια.

Πήραμε τα παιδάκια μισοκοιμισμένα, ευχαριστήσαμε την κυρία και φύγαμε. Αργότερα έμαθα ότι ο άντρας της ήταν αντάρτης στο τάγμα του πατέρα μου. Φτάσαμε στα σπίτια πρίν ξημερώσει. Εκεί είχαν καταφύγει και άλλοι. Όταν μας είδαν τα κορίτσια αναγνώρισαν τη μαμά και την Ελένη. Ζέσταναν νερό να πλυθούμε, μας έδωσαν ρούχα να αλλάξουμε και πολύ γάλα και ψωμί. Ταΐσαμε τα μικρά και φάγαμε κι εμείς λίγο. Μας ετοίμασαν να ξαπλώσουμε, μα εμείς δεν είχαμε και διάθεση μετά από όσα είχαμε πάθει. Βγήκαμε έξω όταν φάνηκε ο ήλιος και τότε είδα πόσος κόσμος ήταν μαζεμένος εκεί. Ήταν και μερικά παιδιά που πηγαίναμε μαζί σχολείο στους Μολάους. Είχαμε πιάσει τη συζήτηση, όταν απέναντι στο δρόμο είδαμε μια φάλαγγα Γερμανούς, με επικεφαλής τον αρχιπροδότη Κολοκούρη και το Μανωλάκο, να έρχονται προς τα εμάς.

Είναι περιττό να σας πω ότι όλοι αμέσως, με χαρά, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και ύστερα από την ομιλία του υπεύθυνου, κανόνισαν την άλλη μέρα πρωί-πρωί να είναι έτοιμοι για αναχώρηση. Ήταν καμιά τριανταριά. Και όλες οι γυναίκες παρούσες, ΕΠΟΝίτισσες και μανάδες, ξεκινήσαμε όλοι μαζί τραγουδώντας, θυμάμαι και το τραγούδι, «Τ’ αδέλφια φεύγουν απ’ το χωριό τους, σημαία σηκώνουν κι αναχωρούν για την πατρίδα κ.λ.π». Όμως δεν λείπανε και τα κλάματα, ανθρώπινα νομίζω.
Τους συνοδέψαμε μέχρι το Πλατανάκι, ένα χωριό μισή ώρα απ’ το Παλιοχώρι. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι και άλλοι και είχαν έρθει και απ’ τον Άγιο Βασίλη, ένα πανέμορφο ανταρτοχώρι. Εκεί τους αποχαιρετήσαμε με γέλια, καλαμπούρια και δάκρυα μαζί και επιστρέψαμε στο Παλιοχώρι. Εκτός απ’ τις νίκες των ανταρτών μαθαίναμε και τις νίκες του Κόκκινου Στρατού. Βοηθάγαμε κι εμείς, γιατί αν θυμάμαι που λέγαν οι μεγάλοι ότι, χάρις στους αντάρτες, απασχολούσαμε στην Ελλάδα 2 Μεραρχίες Γερμανούς και χάρις σ’ αυτό είχε αποδυναμωθεί το ανατολικό μέτωπο.
Πέρασε ο Σεπτέμβρης. Στις αρχές του Οκτώβρη μας ήρθε το μήνυμα να αναχωρήσουμε όσοι ΕΠΟΝίτες μπορούσαμε για την Τρίπολη. Κάναμε μια συγκέντρωση και είδαμε ότι μπορούσαμε 30 αγόρια και κορίτσια να περπατήσουμε. Κι έτσι, ένα πρωί 4 του Οκτώβρη, ξεκινήσαμε για την Τρίπολη. Όπου βρίσκαμε χωριό, βλέπαμε ότι μας περιμένουν κι άλλοι. Κι έτσι η φάλαγγα μεγάλωνε. Όταν νυχτώναμε, μας φιλοξενούσαν σε σπίτια, ΕΑΜίτες και ΕΠΟΝίτες. Την τρίτη μέρα φτάσαμε στα Δολιανά, ένα όμορφο χωριό. Εκεί ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ και της υποδοχής ένας ονόματι Λαλιώτης, ο πατέρας του περιβόητου υπουργού του Παπανδρέου. Όμως αυτός ο άνθρωπος ήταν ακόμα ανύπαντρος. Μετά παντρεύτηκε κι έκανε το φούλι τον Λαλιώτη. Μας τακτοποίησαν σε διάφορα σπίτια εμένα με την ξαδέλφη μου. Μας πήγαν σε ένα σπίτι που μας περιποιήθηκαν πάρα πολύ. Ήταν μια φοιτήτρια της οδοντιατρικής και στέλεχος της ΕΠΟΝ, η Κασσιανή. Η μητέρα της έσφαξε ένα κοτόπουλο και μας μαγείρεψε. Μετά πήγαμε στα γραφεία της ΕΠΟΝ. Ήταν μεγάλα και όμορφα, είχαν μουσικοφιλολογική βραδιά. Καθήσαμε δύο μέρες. Την τρίτη ήρθαν στελέχη απ’ την Τρίπολη, ένας μάλιστα ήταν του Πέτρου του Πετροπουλάκη ο γιός που ήταν υπολοχαγός, και η φάλαγγα διπλασιάστηκε. Εκεί στα Δολιανά μας έφτιαξαν και τσαρούχια απο δέρμα κατσίκας. Και όλοι μαζί ξεκινήσαμε και το απόγευμα φτάσαμε σε ένα κεφαλοχώρι, τον Άγιο Πέτρο. Και εκτός ότι είχε πολλές οργανώσεις, είχε μας είπαν και πολλούς αντάρτες.

Σε δύο μέρες γέμισε το χωριό από όλα τα γειτονικά χωριά. Και τότε τρώγαμε από το καζάνι των ανταρτών. Το ένα γεύμα ήταν πατάτες, φάγαμε τόση πατάτα που δεν την είχαμε φάει όλη μας τη ζωή. Το βράδυ είχαμε άφθονο ψωμί και τυρί. Μας έφερνε το χωριό και κοτόπουλα και μια μέρα κι ένα πρόβατο. Είχε ο λόχος των ανταρτών και χασάπη και μάγειρες μόνιμους. Έτσι πέρασε μιά βδομάδα στην Τρίπολη. Γινότανε μάχη, ακούγαμε τους όλμους και τα πολυβόλα. Ήρθε σύνδεσμος και μας είπε ότι οι Γερμανοί αντιστέκονται. Καθήσαμε πολλές μέρες, ίσως και δέκα. Κάθε μέρα είχαμε ομιλία και κάναμε και κανένα σκετσάκι, για να απασχολούμε λίγο τον κόσμο απ’ το να σκέφτεται τα παιδιά που πολεμούσαν. Μας έκανε εντύπωση αυτό το χωριό με τα πολλά αξιοθέατα που είχε. Και για να μας απασχολούν, γράφαμε κάθε μέρα τι καινούργιο είδαμε και τις εντυπώσεις. Με άλλα λόγια είχες τι να γράψεις γιατί ήταν πανέμορφο.
Ήρθε λοιπόν η μέρα που θα μπαίναμε στην Τρίπολη. Λουστήκαμε, πλυθήκαμε, μας έδωσαν σαπούνι. Τότε τα σαπούνια τα έφτιαχναν μόνες τους οι νοικοκυρές και ήταν ωραία και αγνά, με λαδάκι απ’ το σπίτι. Έτσι έφτιαχνε κι η μαμά μου και μύριζε όμορφα. Φάγαμε και ξεκινήσαμε. Το απόγευμα φτάσαμε στην Τρίπολη. Δεν φτάνει ένα ολόκληρο τετράδιο να γράψω τις εντυπώσεις μας. Γινόταν μια παρέλαση από ΕΠΟΝίτες πρώτα, με πανό και με σημαίες, όπου οι περισσότερες ήταν σοβιετικές. Ήρθε και η σειρά μας, περπατούσαμε πάνω σε λουλούδια, που ήταν ο δρόμος στρωμένος. Και, επάνω απ’ τα μπαλκόνια, μας πετάγανε αγκαλιές λουλούδια. Καταλήγαμε σε ένα γήπεδο πολύ μεγάλο, είχαν μια τεράστια εξέδρα στολισμένη. Όταν παρέλασαν και οι αντάρτες ( ήταν όλο το 10ο Σύνταγμα της Αρκαδίας), στο τέλος παρέλασε και μια διμοιρία της σοβιετικής αποστολής. Τρέξαμε όλες και όλοι βέβαια, να δούμε από κοντά τους συντρόφους. Σε λίγο ακούσαμε τη μουσική του δήμου. Και απάνω στην εξέδρα ανέβηκε ο σύντροφος συνταγματάρχης και άρχισε την ομιλία του. Σείστηκε το γήπεδο απ’ τα χειροκροτήματα. Και όλοι μαζί τραγουδάγαμε τον ύμνο του ΕΛΑΣ. Μετά ανέβηκε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ. Πάλι όλος ο κόσμος άρχισε να τραγουδά τον ύμνο του ΕΑΜ. Αφού τελείωσε κι αυτός την ομιλία του, ο υπεύθυνος της συγκέντρωσης ανήγγειλε τον εκπρόσωπο της ΕΠΟΝ στο σύνταγμα. Ήταν κάτι το μαγικό. Όλοι πάλι βροντοφωνάζαμε και τραγουδούσαμε ασταμάτητα και φωνάζαμε «Τόπο στα νιάτα». Όταν σταμάτησαν, μέσα σε βαριά συγκίνηση, έκανε την ομιλία του. Και τέλος, τις ομιλίες έκλεισε ο γραμματέας του ΚΚΕ, που ήταν και ο πολιτικός καθοδηγητής του συντάγματος. Είναι περιττό να σας πω το τι έγινε, δεν μπορούσε κανείς και με τίποτα να μας σταματήσει. Ανέβηκε στην εξέδρα κι ο αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης με διερμηνεία και μας μεταβίβασε τα συγχαρητήρια του Κόκκινου Στρατού για την μεγάλη βοήθεια που προσφέρουμε και τη συμμετοχή των ανταρτών στη νίκη της Σοβιετικής Ένωσης. Στο τέλος μας ανακοίνωσαν ότι θα απευθύνει χαιρετισμούς ο Παναγιώτης ο Κανελλόπουλος, που ήρθε με μια αντιπροσωπεία απ’ τη Μέση Ανατολή σαν εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης, που είχε σχηματιστεί από το Γ. Παπανδρέου στην Αίγυπτο. Άρχισε την ομιλία του με το «Τιμή και δόξα στους Έλληνες αντάρτες, για τη μεγάλη και την ηρωική προσφορά τους στην ελευθερία της πατρίδας μας!!» Τι ειρωνία !! Αυτά τα παιδιά που ύστερα από λίγους μήνες τα δολοφονούσαν, τα φυλάκιζαν, μαζί με τον Παπανδρέου, και τα εξόριζαν. Γι’ αυτό θα γράψω πιό κάτω. Τα χειροκροτήματα ήταν λίγα και χλιαρά.

Όταν τελειώσαμε, ήρθε ο υπεύθυνος που είχε αναλάβει να μας τακτοποιήσει και ρωτούσε έναν-έναν αν είχαμε κάπου να μείνουμε. Όλοι όμως ήμασταν ξένοι και δεν γνωρίζαμε κανέναν. Τότε μας έδωσε σημειώματα με διευθύνσεις και μας συνόδευε μέχρι τα σπίτια που μας περιμένανε. Εγώ με την ξαδέλφη μου την Ελένηπήγαμε σε ένα σπίτι του Βασιλόπουλου. Μας περίμεναν με τη γυναίκα του και μας καλοδέχτηκαν. Μας περίμεναν και μας έκαναν ένα υπέροχο τραπέζι με ωραία φαγητά. Όταν τελειώσαμε το φαγητό, όπως ήταν φυσικό, μας ρώτησε ο κύριος Βασιλόπουλος «απο ποιό μέρος ήρθατε;»,απάντησα εγώ «απ’ το Παλιοχώρι της Κυνουρίας, αλλά είμαστε απ’ το Τσάσι, ένα χωριό της Λακωνίας που είναι στο δήμο Έλους». Τότε ο κύριος μου απάντησε «στο Τσάσι είχα ένα φίλο δάσκαλο, το Θόδωρο Μπλέτα». Τότε του λέω «είναι πατέρας μου». Τότε, βέβαια με όμορφο τρόπο, μου λέει «Και σε άφησε ο Θόδωρος, ένας τόσο σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος, να γυρνάς μικρό κορίτσι ;» και του απαντώ «μα επειδή είναι σοβαρός και υπεύθυνος και πάνω απ’ όλα δάσκαλος και όπως κι εσείς ξέρετε την ιστορία, ότι θέλει η λευτεριά θυσίες και ότι δεν περιμένουμε κανέναν να μας τη χαρίσει. Γιατί εάν περιμέναμε θα ήμασταν 400 χρόνια σκλαβωμένοι. Εξ’ άλλου, μας διδάξατε ότι πρέπει να τολμάμε και ο πατέρας μου αυτή τη στιγμή δεν ξέρω αν είναι καλά, γιατί είναι στον Ταΰγετο αντάρτης και επικεφαλής ενός τάγματος». Εκείνη τη ώρα φάνηκε να συγκινήθηκε και, χτυπώντας μου την πλάτη, με ρώτησε «ο αδελφός σου ο Νίκος, αυτό το έξυπνο παιδί, τι κάνει;» Απαντώ «είναι φοιτητής της Νομικής και αυτή τη στιγμή είναι στο αντάρτικο εκπρόσωπος της ΕΠΟΝ στο σύνταγμα, εάν έχετε ακούσει, στην υποδειγματική ομάδα».«Εσύ τι θα κάνεις;», μου λέει. Του απαντώ «τελειώνω το Γυμνάσιο και σκέφτομαι να δώσω Ιατρική».
Με αυτές τις συζητήσεις πέρασε η βραδιά. Και πήγαμε για ύπνο, αφού πλυθήκαμε. Είχα να κοιμηθώ σε κρεβάτι κι εγώ δεν θυμάμαι πόσο. Πέσαμε σε έναν ύπνο, όπως ήμασταν και ταλαιπωρημένες. Και όταν η κ. Βασιλοπούλου μας ξύπνησε, γιατί είχαμε συνεννοηθεί, νομίσαμε ότι είχαμε μόλις κοιμηθεί. Φάγαμε ένα πρωινό όμορφο, νόστιμο και πλούσιο. Και αφού τους ευχαριστήσαμε πάρα πολύ για όλα, μας ευχήθηκαν καλό ταξίδι και όταν βρω τον μπαμπά να του πω πολλά χαιρετίσματα και έτσι έπρεπε. Πήγαμε στο ραντεβού μας στο γήπεδο, ήταν πολλά φορτηγά. Δύο γράφανε σε πλακάτ «Σπάρτη». Εκεί πήγαμε, ήταν πολλά παιδιά, βρήκαμε και γνωστά μας. Ανεβήκαμε πάνω και σε λίγο ξεκινήσαμε για Σπάρτη. Είχαμε συγκινηθεί, θα βρισκόμασταν πάλι με τους δικούς μας, θα έβλεπα και τον αδελφό μου που είχα πολλούς μήνες να τον δω. Και ακόμα, είχα μια μικρή ελπίδα να δω ξανά τον Χριστιανό, ίσως συνεχίσουμε τη συνομιλία μας, που είχαμε ξεκινήσει στο Γεράκι πριν ενάμιση χρόνο.

Ήταν όλοι εκεί, η μαμά, ο μπαμπάς, τα αδέλφια μου, τον μεγάλο μου αδελφό είχα να τον δω περίπου 1 χρόνο. Ήταν εκεί η θεία μας, τα ξαδέλφια μας, ο ξαδελφός μου ο Τάσος της μεγάλης αδελφής του μπαμπά μου. Είχα να τον δω δύο χρόνια, ήταν λοχαγός. Ήταν πάρα πολλοί φίλοι και συναγωνιστές και όλη η υποδειγματική του συντάγματος και μαζί κι ο Χριστιανός. Δεν ήμασταν εμείς μόνο που γυρνάγαμε, ήταν πάνω από δέκα φορτηγά, γιατί κουβαλάγανε κι αντάρτες. Όλο το 8ο Σύνταγμα είχε μόλις γυρίσει απο την Καλαμάτα. Είχαν βοηθήσει στην απελευθέρωση και, όπως μάθαμε μετά, είχαν πάρει και μέρος στη μάχη του Μελιγαλά. Και τώρα ερχόταν το 9ο Σύνταγμα της Μεσσηνίας, για να βοηθήσει στην απελευθέρωση του Μυστρά.
Αποχαιρετήσαμε τους φίλους και συναγωνιστές μας. Και τότε ο Χριστιανός μου έκανε δώρο ένα μεγάλο καλαματιανό μαντήλι. Όμως η λευτεριά δεν ήρθε στη Σπάρτη. Μπορεί να φύγανε οι Γερμανοί αλλά άφησαν όλο τον οπλισμό τους, βαρύ και ελαφρύ, σε ένα τάγμα ασφαλίτες. Αυτοί πήγαν και κλείστηκαν μεσα στο Μυστρά, έτοιμοι για πόλεμο. Αφού ξεκουραστήκαμε,  βγήκαμε πάλι στο κέντρο. Τότε άρχισαν να παρελαύνουν τα δύο συντάγματα του ΕΛΑΣ, το 8ο της Λακωνίας και το 9ο της Μεσσηνίας και είχαν κατεύθυνση το Μυστρά. Είδαμε να περνούν από μπροστά μας όλοι οι γνωστοί, οι φίλοι και οι συγγενείς μας. Πατέρας, θείος, ξαδέλφια, όλα τα αγαπημένα πρόσωπα. Σε κάποια στιγμή μας έφυγε ο μικρός μου αδελφός, ήταν 9 χρονών, και εξαφανίστηκε. Όλοι αρχίσαμε να ψάχνουμε, δεν τον βρήκαμε. Πήγαμε στο σπίτι μήπως είχε πάει αλλά τίποτα. Σε λίγο άρχισε και η μάχη. Μέχρι και κανόνια χρησιμοποίησαν οι αλήτες. Εμείς μόνο τουφεκιές ρίχναμε, γιατί ο Μυστράς είναι αρχαιολογικός τόπος και απαγορεύτηκε ούτε όλμος να πέσει. Σε λίγες ώρες άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοι τραυματίες. Γιατροί και νοσοκόμες τρέξανε όλοι. Από το λόφο της Σπάρτης ακούσαμε τον τηλεβόα να καλεί εθελόντριες για νοσοκόμες. Πήγα κι εγώ με την ξαδέλφη μου την Πίτσα, της θείας μου της Γιωργίας, και παρουσιαστήκαμε. Συνέχεια έφερναν αντάρτες τραυματίες. Εμείς είχαμε πάει στην κλινική του Καρβούνη, αυτόν τον είχαν εκτελέσει στο Μονοδένδρι, ήταν όμως η γυναίκα του και όλο το προσωπικό.

Σε μια στιγμή η διευθύντρια των νοσοκόμων μου λέει «πήγαινε κάτω στην αποθήκη και φέρε μερικά σεντόνια». Πήγα και, μόλις άνοιξα την πόρτα, είδα έναν αντάρτη να πεθαίνει. Έβγαλα μια κραυγή και με τα κλάματα έτρεξα επάνω χωρίς σεντόνια. Η διευθύντρια ήταν γνωστή, άρχισε να με συμβουλεύει και με όμορφο τρόπο. Έκανε μια ομάδα από ΕΠΟΝίτισσες και μας έστειλε να κάνουμε έρανο να μαζέψουμε σεντόνια.
Όλη την ημέρα ακούγαμε τους πυροβολισμούς και οι τραυματίες έγιναν πολλοί, γέμισαν τα νοσοκομεία. Η Πίτσα η ξαδέλφη μου εκεί, δεν έφυγε καθόλου. Ήταν δυνατή, ήταν και 4 χρόνια πιο μεγάλη αλλά ήταν ψύχραιμη, γι’ αυτό έγινε και γιατρός. Ο μικρός άφαντος, ψάχνανε όλοι, ο θείος, η θεία, όλη η οικογένεια στο δρόμο. Όταν νύχτωσε, και είχε σταματήσει και η μάχη, ένας αντάρτης μας τον έφερε. Μας είχε, λέει, ακολουθήσει και τον είχα μέσα σε ένα χαντάκι και τον πρόσεχα. Μές στη μουτζούρα ήταν και τη λάσπη. Είπαμε στον αντάρτη να καθήσει αλλά, μόλις ξεκουράστηκε, έφυγε πάλι για το Μυστρά.
Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε άρχισε πάλι το ντουφεκίδι. Οι τραυματίες έφταναν συνεχώς, τρέχαμε να δούμε και ήταν και μερικοί γνωστοί. Το βράδυ μαζεύτηκαν οι καπεταναίοι και πήραν απόφαση να μείνει ένα τάγμα να προσέχει μη βγούνε οι ταγματαλήτες και να αποσυρθούν οι άλλοι. 60 νεκρούς είχαμε και δεν ξέραμε και μήπως χάναμε κι άλλους. 30 φέρετρα στην Ευαγγελίστρια, με τιμές και με τη μπάντα του δήμου, κι εμείς να τραγουδάμε και στο τέλος τραγουδήσαμε και το πένθιμο εμβατήριο με υψωμένες τις γροθιές μας. Και ένα-ένα τα φέρετρα τα παίρνανε, τα βάζανε σε φορτηγά να τα πάνε στον τόπο τους για ταφή. Αυτά τα γεγονότα έχουν χαρακτεί μέσα στην καρδιά μας και δεν μπορούν να ξεχαστούν. Και πόσα ακόμα θα μας βρούν ! Ήμασταν όμως χαρούμενοι γιατί τώρα ήμασταν ελέυθεροι και γιορτάσαμε την ήττα των Γερμανών. Και γιορτάσαμε γιατί ο σύντροφος του Κόκκινου Στρατού ανέβασε την κόκκινη σημαία στο υψηλότερο μέρος στο Βερολίνο. Κάθε βράδυ ανεβαίναμε στο λόφο στη Σπάρτη και από εκεί με το χωνί εμψυχώναμε τον κόσμο. Οι ταγματαλήτες ήταν κλεισμένοι στο μπεζεστένι στο Μυστρά.
Άνοιξαν και τα σχολεία. Εγώ μαζί με τον ξαδελφό μου, της θείας της Γεωργίας, δώσαμε εξετάσεις για να πάρουμε το απολυτήριο του Γυμνασίου. Οι εξετάσεις έγιναν στο 1ο Δημοτικό. Ήταν γεμάτες οι αίθουσες και από όλες άκουγες τις χαρές και τα τραγούδια τα αντάρτικα από όλα τα παιδιά. Τα θέματα ήταν εύκολα και ο καθηγητής των αρχαίων και των νέων μας έβαλε πολύ εύκολα και επίκαιρα. Και πιο πολύ επιεικής ο καθηγητής της Ιστορίας και στέλεχος του ΚΚΕ, ο καλός μας Στρελάκος, που μετά τον δολοφόνησαν οι φασίστες, δεν ξεχνιόνται τέτοιοι άνθρωποι. Είχαμε περάσει πια και την 8η αλλά τα απολυτήρια δεν τα πήραμε. Το 1948 κατάφερε η θεία να μας τα φέρει. Τότε πιά είχαμε χάσει το τρένο. Ήμασταν παράνομοι και δεν ήμασταν δεκτοί στα Πανεπιστήμια. Τότε όμως, το ’44, χαιρόμασταν την ελευθερία μας όλη την ημέρα. Οι ΕΠΟΝίτες βοηθάγανε στην αποκατάσταση των ζημιών κι εμείς οι ΕΠΟΝίτισσες βοηθάγαμε σε διάφορες δουλειές και πιο πολύ στα νοσοκομεία. Το βράδυ όμως διασκεδάζαμε. Στην αρχή με μουσικοφιλολογικές βραδιές, ώσπου σε λίγο έκαναν ένα ερασιτεχνικό θίασο, που μπορώ να σας πω ότι ήταν εξίσου καλός με τον κανονικό, τον επαγγελματικό. Όλοι απ’ την υποδειγματική του συντάγματος έγιναν ηθοποιοί. Μεταξύ αυτών ο Χριστιανός, ο αδελφός μου ο Νίκος, ο ξαδελφός μου, όλοι οι φίλοι οι καλοί. Και μέσα κι ένας σύντροφος που πριν τον πόλεμο είχε αρχίσει να φοιτά στη σχολή για ηθοποιός, ο Νότης ο Περγιάλης. Κάθε βράδυ έδιναν παραστάσεις σε μια τεράστια αίθουσα, που προπολεμικά ήταν κινηματογράφος και μας την παραχώρησε ο ιδιοκτήτης. Γέμιζε ασφυκτικά από τον κόσμο της Σπάρτης και αναγκαστήκαμε να κάνουμε προσκλήσεις, για να παρακολουθούν τις παραστάσεις μονά-ζυγά, δωρεάν βέβαια.
Νοικιάσαμε ένα σπίτι πάρα πολύ ωραίο, επιπλωμένο, πάνω απ’ τις καμάρες, απέναντι απ’ το μουσείο. Όταν τακτοποιηθήκαμε, έμενα εγώ με τον μικρό τον αδερφό μου, είχε γίνει 9 χρονών. Το μπαμπά μου τον είχανε στείλει στους Μολάους, τον αδελφό μου όταν μπήκε ο Νοέμβριος, μαζί με όλη την υποδειγματική, το έστειλαν στην Κόρινθο. Εκεί γνώρισε και την Κάτια, την μετέπειτα γυναίκα του. Ο Χριστιανός έμεινε γιατί ήταν γραμματέας της Νομαρχιακής της ΕΠΟΝ. Είχε δε, δειλά-δειλά, και το αίσθημά μας. Έτσι περνούσε ο καιρός με τον αέρα της νίκης, ο λαός ήταν με το μέρος μας. Σε λίγες μέρες έφυγε ο Χριστιανός, τον έστειλαν στην Πάτρα εκπρόσωπο της Νομαρχιακής επιτροπής στη Μεραρχία. Και πάλι λοιπόν χωρίσαμε όλοι.

Τελείωνε κι ο Νοέμβρης, όταν έφτασε ένα κλιμάκιο στρατιωτικοί απ’ την Αθήνα, κατ’ εντολή του Κανελλόπουλου, και ελευθέρωσαν όλους τους ταγματαλήτες, δήθεν ότι θα τους περνούσαν από δίκη για προδοσία. Όμως αυτό δεν έγινε, τους δώσαν και τον οπλισμό τους και, δήθεν κρυφά απ’ τις αρχές, άρχισαν τις βιαιοπραγίες. Στις 25 Νοεμβρίου θα κάναμε την 3η συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ στα Λεβέτσοβα ( Κροκεές). Τον μικρό τον στείλαμε στο χωριό στη μαμά, κι εγώ, μαζί με πολλούς άλλους συναγωνιστές και συναγωνίστριες, έπρεπε να πάω για την Παλλακωνική. Ήρθε στην πλατεία ένα φορτηγό να μας πάρει. Μόλις ανεβήκαμε απάνω, παρουσιάζεται μια ομάδα απ’ τους ταγματαλήτες και άρχισαν να μας χτυπούν με πέτρες, με νεράτζια. Εκείνη την ώρα είδα το θείο μου, το γαμπρό του μπαμπά μου, ο οποίος ήταν υπάλληλος της Νομαρχίας και συνάμα δεξιός, με μερικούς υπαλλήλους. Και άρχισε να μου φωνάζει να κατέβω κάτω για να γλυτώσω. Εγώ βέβαια δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου. Τότε πηδάει ένας απάνω απ’ αυτούς και με τράβαγε με βία να κατέβω. Όλοι οι συναγωνιστές τον έσπρωχναν αυτός όμως δεν με άφηνε. Τότε βλέπουμε έναν αντάρτη, με το όπλο στο χέρι, να πηδάει απάνω και με την κάννη του όπλου του δίνει μια και τον πετάει κάτω. Και αμέσως το αυτοκίνητο ξεκινάει και μας κυνηγούσαν με πιστολιές μέχρι που φύγαμε. Μετά ο αντάρτης αυτός ήταν στο τάγμα του μπαμπά μου και κάποτε μας φιλοξένησε στο καλύβι του μια βδομάδα, με τους πρώτους εχθρούς. Ήταν ο Διαμαντής, τόσο καλόκαρδος άνθρωπος.
Μας περίμεναν στα Λεβέτσοβα, είχαν μάθει τι μας έκαναν στη Σπάρτη. Ήταν τόσος κόσμος απ’ όλη τη Λακωνία, ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι. Τα Λεβέτσοβα ήταν γνωστά για τους πολλούς κουμουνιστές που είχαν. Εξού και δικαίως το είχαν ονομάσει μικρή Μόσχα. Τραγουδήσαμε, γλεντήσαμε, απαγγείλαμε ποιήματα, αλλά το διαλύσαμε γρήγορα γιατί η συνδιάσκεψη θα άρχιζε νωρίς. Βρήκα συμμαθητές μου απ’ τα γυμνάσια που γύρεψα, γνωστούς από διάφορα χωριά. Και το σπουδαιότερο : βρήκα ένα θείο, πρώτο ξάδελφο της μαμάς, τον Σταύρο το Βρεττάκο, δάσκαλο, πολύ νέο, μικρό μπορώ να πω, αδιόριστος ακόμα. Η χαρά μου ήταν μεγάλη. Γιατί δεν είχα μάθει τι έκαναν και αν ζούσαν και οι θείες, οι αδελφές του. Που είχα να τις δω από τότε που χωρίσαμε, στο καλύβι που μας είχαν κυνηγήσει οι Γερμανοί. Ήταν αυτές οι θείες που είχαν φέρει τις προίκες τους στο σπίτι μας και τις λεηλατήσανε οι προδότες, πριν βάλουν φωτιά και κάψουν το σπίτι μας.
Η συνδιάσκεψη κράτησε 3 ημέρες. Επιλέξαμε καινούργια όργανα, επιτροπές, βάλαμε τα καθήκοντα της κάθε επιτροπής. Αφού καθένας από εμάς έκανε την κριτική και την αυτοκριτική του, άκουσαντα προβλήματα που είχε κάθε χωριό και κάθε περιφέρεια. Τελείωσε η συνδιάσκεψη μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα και όλοι ξεκινήσαμε με όρεξη για δουλειά. Έπρεπε πρώτα να βοηθήσουμε τους ανθρώπους που καήκαν τα σπίτια τους και τα νοικοκυριά τους, δεν είχαν ούτε τσουκάλι για να μαγειρέψουν, μα ούτε πιάτο, ούτε κουτάλι. Πήγαμε στη Σκάλα, στα μαγαζιά, και κάναμε έρανο και κάπως βοηθήσαμε. Όταν κατέβηκα στο χωριό είδα και το σπίτι μας καμένο, μόνο οι τοίχοι είχαν μείνει. Γι’ αυτό νοικιάσαμε ένα σπίτι μιας θείας της μαμάς. Εμείς όμως δεν σταματήσαμε να δουλεύουμε. Κάναμε σχολεία για αναλφάβητους, ήταν πολλοί δάσκαλοι αδιόριστοι και με όλη την καρδιά τους δέχτηκαν να κάνουν μαθήματα.
Έτσι πέρναγαν οι μέρες μας και ήρθε ο Δεκέμβρης. Διαβάσαμε στο Ριζοσπάστη ότι ο Παπανδρέου ο Γεώργιος, που είχε κάνει κυβέρνηση στην Μέση Ανατολή, με την ευχή του βασιλιά και με τη διαταγή των φίλων του των Εγγλέζων, έφτασε στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί του και τον Σκόμπι και ότι έδωσε υπόσχεση στη Φρειδερίκη ότι θα την έφερνε στην Ελλάδα, κι έτσι έγινε. Κι έτσι έφυγαν οι Γερμανοί αλλά μας ήρθαν χειρότεροι κατακτητές, οι  ΕΓΓΛΕΖΟΙ. Η Αθήνα γέμισε από τάνκς και μηχανοκίνητα και άρχισαν να γεμίζουν και οι άλλες πόλεις. Στις 3 του Δεκέμβρη μας ειδοποίησαν ότι θα έρχονταν στη Σπάρτη και έπρεπε να αντιδράσουμε με συλλαλητήρια. Κι έτσι στις 2 του μήνα ξεκίνησαν απ’ όλα τα χωριά για την Σπάρτη. Ξεκινήσαμε κι εμείς απ΄το χωριό, νέοι, γέροι, παιδιά, κι απ’ όποιο χωριό περνούσαμε μας ακολουθούσαν. Το βράδυ φτάσαμε στο Δαφνί της Λακωνίας. Εκεί διανυκτερεύσαμε και το πρωί αναχωρήσαμε. Φτάσαμε στη Σπάρτη που ήταν γεμάτη κόσμο, πλατείες, δρόμοι, στενά, είχαν γεμίσει. Πήγαμε στης θείας μου το σπίτι. Εκεί στην αυλή της ήταν μαζεμένος κόσμος και όλα τα παιδιά τα γνωστά, είχε έρθει κι ο Νίκος. Αφήσαμε τη μαμά και πήγαμε στα γραφεία. Εκεί ήταν και ο Χριστιανός. Κάναμε κατανομή εργασιών, κανονίσαμε πού θα πήγαινε κάθε τμήμα και βγάλαμε τα μέλη της περιφρούρησης, όχι μόνο απ’ την ΕΠΟΝ αλλά και απ’ το ΕΑΜ.
Ήρθαν όμως και μας έφεραν νέα άσχημα. Ετοίμαζαν οι ταγματαλήτες να μας επιτεθούνε και άρχισαν να έρχονται απ’ τα γύρω χωριά, με πλακάτ υπέρ του βασιλιά, υπέρ των Εγγλέζων. Και τότε, όταν έφτασαν, άρχισαν να μας χτυπούν με ό,τι έβρισκαν, με ξύλα, σίδερα και πολλοί είχαν και όπλα. Τότε είδαμε τα πρώτα τανκς να έρχονται και πίσω τους αυτοκίνητα γεμάτα στρατό εγγλέζικο. Εμείς αρχίσαμε να φωνάζουμε «Έξω ο στρατός κατοχής - Έξω  οι Εγγλέζοι !!». Ένας στρατιώτης σήκωσε το πολυβόλο να μας χτυπήσει αλλά ο αξιωματικός που ήταν δίπλα του τον συγκράτησε. Την άλλη μέρα κυκλοφόρησε ο Ριζοσπάστης και διαβάσαμε το τι έγινε στην Αθήνα, όταν ένα ποτάμι διαδηλωτές κατέκλυσε το Σύνταγμα και όλους τους γύρω δρόμους. Χτύπησαν το ειρηνικό το ποτάμι απ’ τον κόσμο που, με τραγούδια και υψωμένες γροθιές, προχωρούσαν σαν να πήγαιναν με σημαίες στη γιορτή. Παντού πολυβόλα, απ’ τα αετώματα των ανακτόρων και απ’ το απέναντι μέγαρο της αστυνομίας, κρυμμένοι χωροφύλακες και μπουραντάδες με πολυβόλα άρχισαν να χτυπούν το συλλαλητήριο. Ο κόσμος, αυτό το απέραντο κύμα που το χτυπούσαν κατάστηθα, τα έχασε, σείστηκε και άρχισε να υποχωρεί στους γύρω δρόμους και κάτω στην πλατεία. Έμεναν νεκροί και τραυματίες, Την ίδια ώρα, ψηλά στην πλατεία Ρηγίλλης, πάνω απ’ το σπίτι του Παπανδρέου, άλλα πολυβόλα έβαλλαν στον κόσμο. Και τότε άλλοι νεκροί κάτω. Γέμισε η άσφαλτος νεκρούς και τραυματίες. Προς το παρόν ο λαός υποχώρησε. Αλλά συγκεντρώθηκε πάλι και αψηφώντας τα πολυβόλα που δεν είχαν σταματήσει, με σημαίες χυμάνε στην πλατεία, με φωνές «Δολοφόνοι, κατάρα Παπανδρέου δολοφόνε!!» Και δεν έφυγε κανένας εώς ότου ήρθαν τα φορτηγά και πήραν τους νεκρούς και τους τραυματίες για τα νοσοκομεία. Όμως δεν ήταν μόνοεκεί νεκροί, απ’ την Ακρόπολη έριχναν όλμους σε όλες τις πλατείες. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκε και η μητέρα του Χριστιανού και μελλοντική πεθερά μου. Το σπίτι τους ήταν στην πλατεία Βάθης. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι οβίδες, τρέξανε όλοι να πάνε στα καταφύγια. Όπως έτρεχαν, έπεσε ένας όλμος και χτύπησε τρείς γυναίκες. Όταν ένας φίλος του Χριστιανού είδε πως είχε τραυματιστεί η κυρία, έτρεξε να την πάρει. Τότε μια άλλη οβίδα έπεσε πάλι πάνω τους και σκοτώθηκαν όλοι. Και ήταν και μοναχογιός ο νεαρός.

Έτσι άρχισαν τα Δεκεμβριανά. Ο Παπανδρέου μαζί με τους Άγγλους και την προδοτική κυβέρνηση έδωσαν υπόσχεση στον Τσώρτσιλ ότι θα πατάξουν τον κομμουνισμό. Με δόλο και με το σύνθημα «συμφιλίωση», έβγαλαν και επέβαλλαν ένα νόμο να παραδώσουν τα όπλα ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ, οι μπουραντάδες, οι ταγματασφαλίτες και όσοι άλλοι υπήρχαν ένοπλοι. Όμως, στην ουσία μόνο τον ΕΛΑΣ αφοπλίσανε. Όλοι οι άλλοι τα κράτησαν τα όπλα για να δολοφονούν το λαό. Θυμάμαι όταν οι αντάρτες, από φωτογραφίες βέβαια, παρέδιδαν τα όπλα κλαίγανε απαρηγόρητα. Ο πατέρας μου είχε ένα Stenκαι ένα πιστόλι. Όμως δεν τα παρέδωσε, βρήκε ένα παλιό πιστόλι και παρέδωσε, τα άλλα, μαζί με ένα θείο μου, πήγαν και και τα έκρυψαν κρυφά από εμάς και όταν έγινε ο εμφύλιος ο θείος τα πήρε, μαζί με ένα οπλοπολυβόλο, και τα πήγε στο βουνό. Όμως επειδή οι ρουφιάνοι υπήρχαν, έμαθαν οι χωροφύλακες για τα όπλα αυτά και μας έκαναν το βίο αβίωτο. Θα τα γράψω με τη σειρά.
Ήρθαν τα χριστούγεννα. Ο μπαμπάς ήρθε απ΄τους Μολάους.Είχε τη δουλειά τελειώσει που είχε αναλάβει να κάνει. Ήρθε κι ο Νίκος απ’ την Κόρινθο. Έπρεπε να μαζευτούν οι ΕΠΟΝίτες της  υποδειγματικής του 8ου Συντάγματος στη Σκάλα για μια σύσκεψη. Ήρθε ο Σταμάτης ο Λούρης. Ήταν γιός στρατηγού του αστικού στρατού και ο πατέρας του γι’ αυτό δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει. Φοιτητής κι αυτός. Ήρθε ο Βασίλης Καπεταναίος, φοιτητής, ο Χριστιανός της σχολής καλών τεχνών, ο Περγιάλης, ηθοποιός και σεναριογράφος, ο Γιάννης ο Γκριτζάς, συγγραφέας, κι ο Πανάγος ο ............Και μετά τη σύσκεψη ήρθαν όλοι στο σπίτι μας. Μαζί με τους ΕΠΟΝίτες του χωριού και με τη βοήθεια των μεγάλων, στήσαμε το θέατρο στο Δημοτικό σχολείο (είχαν κάνει διακοπές τα παιδάκια για τα χριστούγεννα) και κάθε βράδυ είχαμε παράσταση και το περισσότερο χωριό διασκέδαζε. Πέρασαν πολύ ευχάριστα οι μέρες, με τη διασκέδαση αλλά και με δουλειά πολύ. Δεν είχαμε τα καθήκοντά μας παραμελήσει.
Πέρασε κι η πρωτοχρονιά. Μας ήρθε το 1945 που μας έφερε τη δυστυχία. Απ’ τους πρώτους μήνες άρχισαν να μας κυνηγούν χωροφύλακες και χίτες, που αυτοί προήλθαν απ’ τα τάγματα που ήταν μαζί με τους Γερμανούς. Όταν μαθαίναμε ότι θα κάνανε επιδρομή οι χωροφύλακες, το χωριό άδειαζε απ’ τους άντρες και όλοι έτρεχαν στους γύρω λόφους να κρυφτούν. Αυτό γινόταν τακτικά. Τότε, στα μέσα Φεβρουαρίου, κανονίσαμε να κάνουμε μια συγκέντρωση απο όλα τα γύρω χωριά, που να φαίνεται σαν εκδρομή, στο περιβόλι του Καραμηνά. Όμως προδοθήκαμε και σε κάποια στιγμή βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από χίτες και χωροφύλακες. Έκαναν μια επιλογή και η οικογένειά μου βρεθήκαμε κρατούμενοι, εκτός απ’ τον μικρό μου αδελφό τον Ηλία 10 ετών και το κοριτσάκι, την Αννούλα. Επίσης, όλη η οικογένεια της θείας της Βάσως, τα αγόρια και τα κορίτσια, εκτός απ’ τη θεία γιατί ήταν ηλικιωμένη. Μας πήγαν με τα πόδια στη Σκάλα σε μια αποθήκη και την άλλη μέραπρωί-πρωί μας φόρτωσαν, στην κυριολεξία, στα φορτηγά και μας πήγαν κατευθείαν στις φυλακές τις Σπάρτης. Αυτό είχαν κάνει και σε άλλα χωριά γύρω από τη Σπάρτη.

Ήταν ασφυκτικά γεμάτη η φυλακή. Μια φυλακή άθλια. Μας δώσαν από μία κουβέρτα, την στρώναμε κάτω μα δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί τα ποντίκια κάνανε βόλτες απάνω στα σώματά μας. Όμως δεν χάναμε την πίστη μας και το κέφι μας εμείς τα παιδιά, παίζαμε και τραγουδάγαμε. Οι μεγάλοι όμως ήταν πολύ στεναχωρημένοι. Θυμάμαι τη μαμά μου που λυπόταν γιατί είχε αφήσει τον αδελφό μου, ήταν μικρός, μόνον 9 χρονών. Και πάλι, για να μην μας στεναχωρεί, έκανε κουράγιο. Τον μπαμπά και τον Νίκο τους έβλεπα όταν μας έβγαζαν στην αυλή.
Κάναμε και μέσα στη φυλακή την επανάστασή μας. Πλησίαζε 25η Μαρτίου κι εμείς δεν χάσαμε τον καιρό μας. Αρχίσαμε να ετοιμάζουμε διάφορα σκέτς, ποιήματα και τα τραγούδια μας. Τα δικά μας τραγούδια ακούγονταν σε όλη τη Σπάρτη. Τότε πήραν την απόφαση να μας αποφυλακίσουν, πέντε μέρες πριν την 25η Μαρτίου. Έκαναντα έκτακτα στρατοδικεία, 4 τον αριθμό, μας πέρασαν και μας άφησαν ελεύθερους και κράτησαν μόνο 5, το μπαμπά μου, τον ξάδελφό μουκαι τρείς ακόμα απ’ τους συντρόφους μας. Κάτι πήγε να πεί ο αδελφός μου ο Νίκος και σηκώθηκε οργισμένος ο στρατοδίκης και, φοβερίζοντάς τον, είπε «βιάζεσαι να αναλάβεις υπηρεσία, πρόσεξε γιατί θα σε κρατήσω κι εσένα». Όταν βγήκαμε απ’ το δικαστήριο, εκτός απ’ τη θεία και τα παιδιά της, ήταν μαζεμένοι όλη η ΕΠΟΝ, η Αλληλεγγύη και πολλοί σύντροφοι, λες και γινόταν διαδήλωση. Εμείς πήγαμε στης θείας το σπίτι, είχε μια αυλή μεγάλη και μαζευτήκαμε πολλοί αποφυλακισμένοι. Η Αλληλεγγύη έφερε πολλά φαγητά και φάγαμε όλος ο κόσμος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ την Αγγελική την Μπενέκου, μια δασκαλίτσα που ήταν υπεύθυνη και τομεάρχης της Αλληλεγγύης, φρόντιζε όλους τους φυλακισμένους και ήταν η πρώτη που δικάστηκε απ’ το έκτακτο στρατοδικείο στην Τρίπολη, απ’ τον στρατοδίκη Διαμαντάκο, και εκτελέστηκε. Δεν την ξεχνάμε, κι αυτή και όλους τους συντρόφους μας.
Εμείς γυρίσαμε στο χωριό με τα πόδια, όμως δεν ήταν μέχρι εδώ τα βάσανά μας. Τον Νίκο τον αφήσαμε στη Σπάρτη για περισσότερη ασφάλεια. Εμάς, κάθε τόσο, μας επισκέπτονταν χωροφύλακες. Εγώ δεν θυμάμαι να σας πω που κοιμήθηκα πιο πολλές φορές, στο κρατητήριο ή στο σπίτι μας. Κάθε τόσο με καλούσαν για ανάκριση. Με τυραννούσαν να τους πω πού έκρυψε ο πατέρας μου το Sten. Μα δεν ήξερα, αλλά και να ήξερα δεν θα το έλεγα. Μια μέρα ήρθε ο ίδιος ο διοικητής. Ήμασταν στο σπιτάκι που έμεναν οι εργάτες απ’ το Παλιοχώρι όταν έρχονταν για τις ελιές. Όταν βγήκα έξω να δω ποιός ήταν, μου λέει ο υπεύθυνος «είδες τι έκανε ο πατέρας;»«Τι έκανε;» ρωτάω. Τότε μου έδειξε το σπίτι μας και μου λέει «έκαψε των ανθρώπων το σπίτι». Έγινα έξαλλη. Του άρπαξα το μπερέ απ’ το κεφάλι και άρχισα να τον πατάω. «Εσείς με τους φίλους σας το κάψατε και αυτό το σπίτι ήταν δικό μας!», του φώναξα. «Πάρτους μέσα!», φώναξε. Ο μικρός έκλαιγε, η μαμά έβριζε. Ήρθαν 5 φίλες και συναγωνίστριες και μαζί κι ο μεγάλος μου ξάδελφος ο Τάσος, και όλους μαζί μας οδήγησαν στη Σκάλα, στο κρατητήριο. Μας πέρασαν από Ιερά Εξέταση μέσα σε μια αποθήκη και έφεραν κι άλλους συναγωνιστές.
Όταν νύχτωσε ακούσαμε φωνές, ήταν κάτι χαφιέδες χίτες και ζητούσαν να δούν τις ΕΠΟΝίτισσες. Τότε ο ξάδελφος και οι άλλοι άντρες, μαζί κι ο υπεύθυνος του ΕΑΜ που ήταν κι αυτός κρατούμενος, μας πήγαν στο πίσω μέρος της αποθήκης και μας σκέπασαν με τα βαμβάκια. Όταν μπήκαν μέσα αυτοί, που ήταν και μεθυσμένοι, τους είπαν ότι φύγαμε. Τότε άρχισαν να χτυπούν με τα μαστίγια και πιο πολύ τον Τάσο, θυμάμαι που του έλεγαν «Εσύ αξιωματικός του στρατού και να πας με τους αντάρτες τους κουμμουνιστές;» Δεν θα ξεχάσω το ύφος του, γρήγορα τους απάντησε «πού θέλατε να πάω κύριοι, στην Μέση Ανατολή με τους προδότες; Εκεί ήταν η θέση μου, έπρεπε να διώξουμε τον εχθρό!» Ήταν παλληκάρι, σκοτώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό στο Μονοδένδρι, πολεμώντας όρθιος με το πολυβόλο.
Όταν ξημέρωσε με πήγαν επάνω στο γραφείο του διοικητή, μόνη. Τότε άρχισε να μου μιλάει με τρόπο ήρεμο και να μου λέει «Κι εγώ δάσκαλος είμαι σαν τον πατέρα σου και δεν είμαι μόνιμος αλλά με έχουν επιστρατεύσει. Για πες μου τώρα με ηρεμία, που έχει κρύψει ο δάσκαλος το Sten;». Δεν ξέρω αλλά και να ήξερα δεν θα το πρόδινα. Τέτοιες φωνές, δεν μπορώ να σας περιγράψω, μέχρι κάτω ακούστηκαν. Έφαγα και μερικές, με τραβούσε απ’ τα μαλλιά και φώναξε: «Πάρτε την από εδώ!» Το βράδυ μας άφησαν ελεύθερους, αυτό όμως συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες.
Ήταν παραμονές Πάσχα, ήρθε κι ο αδερφός μου απ’ τη Σπάρτη. Το Πάσχα αυτή τη χρονιά ήταν 15 Απριλίου. Μαζευτήκαμε οι ΕΠΟΝίτισσες και στολίσαμε τον Επιτάφιο με κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα. Όταν τελειώσαμε έρχεται μια ομάδα φασίστες μαζί με γυναίκες απ’ το χωριό και μας κατεβάσανε έναν κόκκινο σταυρό και βάλανε έναν άσπρο. Δεν κάναμε τίποτα εμείς, δεν μιλήσαμε, γιατί ξέραμε ότι ζητούσαν αφορμή για να μας πάνε πάλι κρατητήριο. Το βράδυ έγινε ομαλά η λειτουργία. Έβρεχε και δεν βγήκε ο Επιτάφιος έξω. Όταν όμως τελείωσε, βγαίνοντας έξω μας περίμεναν οι χωροφύλακες. Πήραν όλους τους νέους και μαζί και τον παπά, γιατί είχανε λέει πληροφορίες ότι ο παπάς έκρυβε όπλα στο Ιερό. Μπήκαν μέσα, έψαξαν παντού σε όλη την εκκλησία, όμως δεν τους άφησαν, τους πήραν μαζί. Όταν ξημέρωσε, ο Καραμάχοςο δικηγόρος μαζί με άλλους δύο δικηγόρους πήγαν στο διοικητή και διαμαρτυρήθηκαν και τους άφησαν ελεύθερους. Αυτό συνεχίστηκε και τον επόμενο μήνα.

Τότε αποφασίσαμε να αφήσουμε το χωριό μας και να φύγουμε πάλι για το Παλιοχώρι, όχι μόνον εμείς αλλά και πολλοί άλλοι. Το Μάη έγινε και η δίκη του μπαμπά μας. Ζήτησαν οι δικηγόροι αναθεώρηση της δίκης, γιατί ο Σοφούλης έκανε ένα νόμο που έλεγε ότι απαλλάσσονται αυτοί που είναι δικασμένοι σαν ηθικοί αυτουργοί. Κι έτσι απαλλάχτηκε και ο πατέρας. Όμως συνέβαινε το εξής: Όταν έφευγαν απ’ το δικαστήριο ελεύθεροι, έξω τους περίμεναν οι χίτες και τους δολοφονούσαν.Κι έτσι προτίμησε να πάει στη φυλακή πάλι. Αυτό ήταν γεγονός, όπως γράφει και ο εισαγγελέας Π. Δελαπόρτας στο βιβλίο του «Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου», που ήταν εισαγγελέας στο Γύθειο. Πήγαιναν οι μανάδες των κρατούμενων που απαλλάσονταν και τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μείνουν στη φυλακή. Έτσι και ο πατέρας μας έμεινε λίγες μέρες ακόμα. Ώσπου μια μέρα, πήγε ο θείος ο Γιώργος με μια ομάδα φίλους του όταν βράδιασε και τον πήραν, τον πήγαν εως τον Ευρώτα και αφού πέρασε το ποτάμι, έφυγε περπατώντας και έφτασε στον Πάρνωνα και ύστερα απο δύο μέρες έφτασε στο Παλιοχώρι, εξαντλημένος απ’ την κούραση. Σε κάποιο χωριό του Πάρνωνα συνάντησε τον Καπετάν Σφακιανό και ήρθαν μαζί. Εκεί μαζευτήκαμε πάλι όλοι. Όμως κι εκεί είχαμε επισκέψεις των χωροφυλάκων και γι’ αυτό ο μπαμπάς μου, όπως όλοι οι άντρες, μόλις ξημέρωνε έφευγε και ανέβαινε μέσα στο δάσος. Κι εμείς ετοιμάζαμε φαγητό και το πηγαίναμε.
Ένας μήνας πέρασε έτσι. Έγιναν εκλογές στην Αγγλία και έχασε ο Τσώρτσιλ και κέρδισαν οι Εργατικοί, κι έτσι έφυγε ο Τσώρτσιλ και ήρθε ο Άτλι. Τότε είπαμε ότι θα αλλάξουνε τα πράγματαγια την Ελλάδα. Ο κόσμος το έριξε στο γλέντι, θυμάμαι στο Παλιοχώρι τους χορούς,όλη την ημέρα ψήναμε αρνιά. Οι καπεταναίοι οι πρώτοι στο χορό, ο Σφακιανός κάπου-κάπου έριχνε και με το όπλο. Εμείς οι ΕΠΟΝίτισσες χαιρόμασταν, είχαν έρθει όλοι που ήταν στην υποδειγματική ομάδα. Και είχαμε κάνει μια όμορφη χορωδία, ο Νότης ο Περγιάλης ήξερε ωράιο βιολί, ο Σταμάτης ο Λούρης κιθάρα, και είχαμε και πολλά παιδιά που τραγούδαγαν ωραία, εγώ, η ξαδέλφη μου και πολλά άλλα. Αφού πέρασαν οι μέρες της χαράς και του γλεντιού, άρχισαν να φεύγουν για να πάνε στον τόπο τους. Ο Σφακιανός έφυγε με προορισμό τον Ταΰγετο, ο Λούρης θα πήγαινε στο Άργος, ο Περγιάλης θα έφευγε απ’ το Λεωνίδιο με κανένα καΐκι για Αθήνα. Όμως δεν είχε ταυτότητα και τότε φτιάξανε ένα πλαστό πιστοποιητικό και μια σφραγίδα από πατάτα «κάτοικος Παλαιοχωρίου» και σφραγισμένο απ’ την κοινότητα  και έφυγε για την Αθήνα. Ο παπάς μας κατέβηκε στο χωριό μας, ο μεγάλος ο γιός είχε πάει στην Αθήνα και ο μικρός έμεινε μαζί μας στο Παλιοχώρι. Η οικογένεια της θείας έμεινε, για να δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Μήνας Αύγουστος. Αποφασίσαμε,εγώ και ο Χριστιανός, να επισημοποιήσουμε τη σχέση μας. Γνωριμία δυόμιση ετών, απ’ το Μάη του ’43 που είχαμε πρωτοσυναντηθεί. Και είχαμε πειότι όταν ελευθερωθούμε θα κάνουμε σχέση. Πέρασαν έξι μήνες και το ξανασυζητήσαμε μετά την απελευθέρωση. Και τώρα, Αύγουστο του ’45, αποφασίσαμε να κάνουμε σοβαρή σχέση και να το πούμε στους γονείς μου. Τότε πιάσαμε τον ξαδελφό μου τον Τάσο, πολύ μεγαλύτερο από εμάς, και του αναθέσαμε να το πει αυτός στον πατέρα μου. Του αδελφού μου το είπαμε εμείς. Όταν ο μπαμπάς το άκουσε, πολύ έξυπνα, έδωσε στον Τάσο μια πρόταση διφορούμενη, με αυτό δεν θα ασχοληθώ. Μόνο θα γράψω ότι όταν το έμαθε η μαμά έγινε έξω φρενών και έφαγα τόσο ξύλο που δεν λέγεται. Εκείνο τον καιρό θύμωσα πολύ. Μετά όμως το συζητήσαμε και βγάλαμε το συμπέρασμα ότι είχαν και λίγο δίκιο. Δεν ήξερα ποιός ήταν, ήξερα μόνο ένα παλληκάρι το Χριστιανό, γενναίο, ευγενή και μορφωμένο, ούτε όνομα, ούτε από πού ήταν ήξερα. Τότε έμαθα το όνομά του και ότι ήταν απ’ την Αθήνα, σπούδαζε στην Σχολή Καλών Τεχνών και η μητέρα του ήταν εξαδέλφη του Άρη του Βελουχιώτη. Και οι δύο γονείς ήταν απ’ τη Ρούμελη. Μου έδειξε και ένα γράμμα που του είχε στείλει η μαμά του πριν τα Δεκεμβριανά (τον πατέρα του τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί). Το γράμμα αναφερόταν και σε μένα, πως μας περίμενε με χαρά να πάμε, απαντώντας σε γράμματα που της έγραψε ο Χριστιανός για μένα. Τελικά το δέχτηκαν και οι δικοί μου.

Αποφασίσαμε, όταν περάσει ο δεκαπενταύγουστος και αφού γιορτάσουμε μαζί, να φύγουμε.Είχαμε και μια κατσικούλα, τη σφάξαμε και μαζευτήκαμε οι φίλοι και το σόϊ και φάγαμε. Και σε λίγες μέρες φύγαμε για το χωριό μας. Απ’ όλους έμεινε ο μπαμπάς και ο ξάδελφος ο Τάσος, όχι μόνον ήταν χρήσιμοι αλλά θα έπρεπε να δούμε πως ήταν η κατάσταση. Ο παππούς χάρηκε που μας είδε και εγκατασταθήκαμε στο μικρό μας το σπιτάκι, που ευτυχώς γλύτωσε απ’ τη μανία των προδοτών. Ο Χριστιανός έφυγε για τη Σπάρτη, μαζί με τον αδελφό μου τον Νίκο, για κάποια σύσκεψη. Σε λίγες μέρες ήρθε για λίγο να μας δει όμως ένας προδότης, και μάλιστα γυναίκα και θεία της μαμάς. Ειδοποίησε τους χίτες ότι δήθεν ένας ταξίαρχος του ΕΛΑΣ ( έτσι τον ονόμασαν) ήρθε σπίτι μας. Μόλις είχαμε τελειώσει το φαγητό και 20 χωροφύλακες μαζί με χίτες μας περικύκλωσαν και συλλάβανε τον Βούλγαρο κατάσκοπο (έτσι τον ονόμασαν). Του πήραν όλα τα χαρτιά του που έδειχναν ότι ήταν Έλληνας, τα έσκισαν και άρχισαν να τον χτυπούν με μανία. Η μαμά κι εγώ αντιδράσαμε και τότε άρχισαν να χτυπάν κι εμάς. Επικεφαλής στο ξύλο ήταν ένα ρεμάλι απο το χωριό, σεσημασμένος κλέφτης και απατεώνας και μακρινός συγγενής μας. Η οικογένεια του πείναγε κυριολεκτικά, έφαγε όλη την περιουσία του. Η δε μητέρα του και η γυναίκα του μας έκαναν διάφορες δουλειές για να ζήσουν. Ήταν ονομαστός ο Λεωνιδάκος, χίτης και τσιράκι της αστυνομίας. Έβαλαν χειροπέδες στονΒούλγαρο και τον πήραν. Πήγα κι εγώ μαζί, τον πήγαν στο Βλαχιώτη, εκεί ήταν τώρα η χωροφυλακή. Ακόμα είχαμε οργανώσεις καλές, έτρεξαν όλοι για συμπαράσταση. Ακόμα και δικηγόρος έτρεξε, όμως  είχαν εντολή να τον μεταφέρουν στη Σπάρτη. Πήγα κι εγώ μαζί. Τον Χριστιανό τον πήγαν στη Γενική ασφάλεια, του πήραν κατάθεση και μετά στη φυλακή. Έμεινα σε μια φίλη και το απόγευμα με πήραν κι εμένα στη γενική ασφάλεια και για δύο ώρες με ανέκριναν, έπρεπε να τους πω ότι ήταν Βούλγαρος κατάσκοπος. Τρείς μέσα στο γραφείο προσπαθούσαν να με πείσουν. Δεν άκουγα τίποτε άλλο, Βούλγαρος-Βούλγαρος, ένας αξιωματικός ανέλαβε να μου κάνει διαφώτιση: «Εσύ ένα κορίτσι μορφωμένο και πλούσιο, με μπαμπά επιστήμων, έπρεπε να παρασυρθείς από το Βούλγαρο;» Εγώ δεν απαντούσα. Το έμαθε ο θείος μου ο Γιώργος, ο γαμπρός του μπαμπά, και με ένα γνωστό μας δικηγόρο ήρθαν και με πήραν. Μάλιστα έκαναν και φασαρία και τους άκουγα, πως ήταν παράνομο αυτό που έκαναν. Πήγαμε με τον θείο μου στο σπίτι, η θεία με τα παιδιά είχαν φύγει, γιατί τη θεία την είχαν μεταθέσει στον Πειραιά και συγκεκριμένα στην Αγία Σοφία.
Άρχισα να κάνω επισκεπτήρια στη φυλακήκαι αφού δεν μπορούσαμε να λέμε πολλά πράγματα, γιατί το επισκεπτήριο ήταν σύντομο, αρχίσαμε να αλληλογραφούμε. Τα οποία γράμματα τα έχω ακόμα, τώρα πως τα γλύτωσα είναι άλλο πράγμα. Έτσι πέρναγαν οι μέρες. Μπορώ να πω πως η ΕΠΟΝ υπήρχε ακόμα και τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, μας συμπαραστέκονταν και μάλιστα κάναμε επιτροπές διαμαρτυρίας κάθε ημέρα, άσχετα αν μας δέχονταν με το καλό ή μας έδιωχναν με το άγριο. Και όταν νύχτωνε, απ’ το λόφο της Σπάρτης το χωνί αντηχούσε και έδινε κουράγιο στους φυλακισμένους αλλά και στους διωκούμενους. Μια μέρα με περίμενε μια έκπληξη. Όταν πήγα επισκεπτήριο, με φώναξε ο διευθυντής των φυλακών, ο οποίος ήταν δικός μας άνθρωπος και εξυπηρετούσε τους κρατούμενους, και πήγαμε δίπλα στο γραφείο σε ένα μικρό δωματιο. Εκεί βρήκα το Χριστιανό. Επάνω απ’ το δωμάτιο ήταν ένας εξώστης και ήταν γεμάτος συναγωνιστές. Τότε έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα χαρτάκι και μέσα είχε διπλώσει δύο βέρες ασημένιες, μου φόρεσε τη μία και μου έδωσε την άλλη και του τη φόρεσα εγώ. Οι κρατούμενοι άρχισαν να χειροκροτούν και αντί για κουφέτα μας πετούσαν αμύγδαλα και στραγάλια. Αργότερα έμαθα πως μέσα στη φυλακή ήταν ένας χρυσοχόος και τις έφτιαξε.

Έφυγα εγώ και μόνη γύρισα στο σπίτι. Μέσα σε κλάματα έδειξα στις συναγωνίστριες τη βέρα και αυτές με αγκάλιασαν συγκινημένες. Εγώ πήγαινα κάθε μέρα, τους πήγαινα ό,τι μπορούσα γιατί το φαΐ ήταν άθλιο. Και μια μέρα ετοίμασα φαγητό και μάλιστα στο θείο μου είχαν δώσει στο γραφείο που δούλευε μια τεράστια ρέγγα. Μου την έδωσε να την πάω στους κρατούμενους. Όμως μια τρομερή έκπληξη αυτή τη φορά με περίμενε. Έξω απ’ τις φυλακές ήταν ένα φορτηγό και φόρτωνε κρατούμενους και μόλις πρόλαβα και είδα τον Χριστιανό και πολλούς γνωστούς ΕΠΟΝίτες. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε κι έτρεξα πίσω με τη ρέγγα που μόλις πρόλαβα και την πέταξα μαζί με μια κουλούρα ψωμί. Δεν ήξεραν που τους πήγαιναν, ούτε κι εγώ έμαθα.
Έφυγα πήγα στο χωριό και ύστερα απο μέρες έλαβα ένα γράμμα απ’ την Ακροναυπλία. Στην ατυχία του ήταν τυχερός όμως. Ο διευθυντής της φυλακής της Ακροναυπλίας ήταν πρώτος του εξάδελφος. Όταν τον είδε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Του είπε ότι τον κατηγορούσαν για Βούλγαρο και ότι του πήραν ταυτότητα και ό,τι άλλο έδειχνε πως ήταν έλληνας. Τον καθησύχασε όμως και μάλιστα του είπε ότι στο λιμενικό στο Ναύπλιο ήταν και ένας πρώτος ξάδελφος, ο Τάκης ο Καλτσάς. Θα ήθελα να πω ότι ο διευθυντής της φυλακής εξυπηρετούσε όλα τα παιδιά τα δικά μας. Φρόντισαν τα ξαδέλφια και γράψανε στην Αθήνα για τα χαρτιά και ό,τι άλλο πιστοποιητικό χρειαζόταν για να αποδείξουν ότι ήταν Έλληνας.
Εμείς όμως στο χωριό υποφέραμε. Κάθε μέρα μας έκαναν επισκέψεις χωροφύλακες και χίτες μαζί. Όταν έρχονταν αυτοί, φεύγαμε εμείς στους γύρω λόφους για να κρυφτούμε. Τότε αυτοί μας λεηλατούσαν τα σπίτια, από ζωντανά μέχρι άψυχα, δεν μας άφηναν τίποτα. Είχαν θυμώσει πάρα πολύ που δεν έβρισκαν κάποιον να βασανίσουν. Και γι’ αυτό αποφάσισαν να μας κάνουν μπλόκο τη νύχτα για να μας πιάσουν στον ύπνο. Ένα βράδυ, αρχές Νοεμβρίου, ήρθαν τα ξαδέλφια στο σπίτι και μας έφεραν τα νέα, θα κάνουν επιδρομη απόψε οι χίτες και θα πιάσουν όποιον βρούν. Τότε έπρεπε όλοι να φύγουμε. Η μαμά λέει «εγώ με το μικρό δεν θα έρθω, η Πίτσα όμως με τον Νίκο θα έρθουν». Εγώ δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να φύγω, είχα πια κουραστεί. Και παρ’ όλα τα παρακάλια όλων και πιο πολύ και της μαμάς μου, δεν έφυγα. Κουρνιάσαμε δίπλα στη μανούλα μας, δεν κοιμηθήκαμε στα κρεβάτια μας, στρώσαμε κάτω για να ‘μαστε καιοι τρείς μαζί. Ο μικρός κοιμήθηκε, εγώ με τη μαμά ήμαστε ξύπνιες. Ακούσαμε τα ουρλιαχτά τους, πιο πολύ κι απ’ τα σκυλιά φώναζαν. Ήρθαν κι άρχισαν να κτυπούν την πόρτα. Εμείς δεν ανοίξαμε αλλά αυτοί έσπασαν την πόρτα με κλωτσιές και χύμηξαν μέσα. Είχαν βάψει τα πρόσωπά τους μαύρα (έτσι, τους άξιζε η μουντζούρα) και φοράγανε κάτι δέρματα απο πρόβατα με όλο το τρίχωμα. Ο μικρός τσίριξε.Τότε τον άρπαξε ένας και τον στρίμωξε με το όπλο στον τοίχο. Τη μαμά την άρπαξε ένας απ’ τα μαλλιά και στρίμωξε το κεφάλι της κάτω στο πάτωμα. Οι άλλοι τρείς ήρθαν σε μένα και προσπαθούσαν να με σηκώσουν, ήθελαν να με πάρουν κοντά τους. Πού βρήκα τη δύναμη, με κλωτσιές και με τα χέρια αντιστεκόμουν. Τον ένα, ονόματι Ντεντάκο, που ήταν και μακρινός συγγενής της μαμάς, του είχαν κάνει κομμάτια το πρόσωπο, έτρεχαν τα αίματα και τον στράβωναν. Μία ώρα τους τυραννούσα. Τότε μίλησε ο αρχιχίταρος, με μαλακό τρόπο : «θα έρθεις κοντά μας για μια ανάκριση». «Όταν μου φέρετε τον παπά και τον πρόεδρο, τότε θα έρθω», απάντησα. Αυτό ήταν. Άρχισαν και οι τρείς να με κλωτσάνε και το μόνο που πρόλαβα και είδα ήταν ένα μεγάλο μαύρο ψαλίδι και μετά λιποθύμησα. Μου ‘ριξαν μια κανάτα νερό και έφυγαν. Άνοιξα τα μάτια, ο μικρός προσπαθούσε με κλάματα να με συνεφέρει. Και τότε τους ακούω να έρχονται ξανά. Είχε βγεί η μαμά έξω να δεί αν έφυγαν  και τους άκουσε που γελάγανε και ρωτούσαν « της τα κόψατε όλα ρε;». Τότε η μαμά τους λέει: «όλα, και σας ευχαριστώ γιατί δεν της τα είχαμε κόψει ποτέ και τώρα θα βγούν πιο δυναμωμένα.» Ήρθαν ξανά, δεν τους άφησε να μπούνε μέσα γιατι φωνάζανε «σκότωσέ τες ρε!» και η μαμά μου δεν ήθελε μπροστά μας να γίνει. Όμως την έβαλε (ο συγγενής της) και της έκοψε κι αυτής τα μαλλιά. Φεύγανε και βρίζανε και γιατί άρχισε να ξημερώνει κι εγώ τους καθυστέρησα τρείς ώρες.
Όταν ξημέρωσε για τα καλά, μάθαμε ότι είχαν πάρει έξω απ’ το χωριό δέκα ανθρώπους, τον πρόεδρο, τον γραμματικό και άλλους, πήγαν και τον παπά αλλά πρόλαβε και έφυγε σε ένα ρεματάκι. Τους είχαν χτυπήσει τόσο άσχημα που δεν μπορούσαν να κουνηθούν, με τις κουβέρτες τους κουβαλάγανε. Ένας, μάλιστα, λέγανε πως δεν θα ζήσει. Ήρθαν αυτοί που είχαν φύγει το βράδυ, μαζί και τα ξαδέλφια μου και ο Νίκος ο αδελφός. Κάποιος ειδοποίησε τη χωροφυλακή και έστειλε ένα λεωφορείο να μας πάει στη Σπάρτη. Λες και δεν ξέρανε τι είχανε κάνει τα τσιράκια τους. Μας πήγαν στο νοσοκομείο, μερικούς τους κράτησαν εκεί γιατί τα τραύματά τους ήταν σοβαρά και τρείς ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Εμάς μας έκαναν ακτινογραφίες, εγώ είχα σε τρία πλευρά κατάγματα απ’ τις κλωτσιές που με χτυπούσαν. Μας είπαν ότι δεν υπήρχε θεραπεία και με τον καιρό θα περνούσαν. Όμως γέρασα και σε κάθε μεταβολή του καιρού πονάω. Τα άλλα τραύματα, και της μαμάς μου κι τα δικά μου, ήταν επιφανειακά. Μετά μας πήγαν στην ασφάλεια για κατάθεση. Το πόρισμα ήταν το εξής : Μετά από μεγάλο καυγά μεταξύ μας αυτοτραυματίστηκα, αυτό ήταν.
Γυρίσαμε, όσοι μπορούσαμε, στο χωριό. Ο μπαμπάς τότε ήταν στον Κοσμά. Εκεί ήταν όλοι οι καπεταναίοι και τα στελέχη των πολιτικών κομμάτων για να αποφασίσουν τι στάση θα κρατήσουν. Γιατί αυτό που συνέβηκε στο χωριό μας είχε σε όλα τα χωριά συμβεί. Εκεί το έμαθε κι ο μπαμπάς το τι μας είχαν κάνει. Και ήθελε να έρθει κάτω για να τιμωρήσει αυτούς που μας το έκαναν αυτό. Δεν τον άφησαν όμως γιατί είχαν πάρει την απόφαση να κρατάμε την ψυχραιμία μας για το καλό της οργάνωσης. Είχαμε τότε το σύνθημα «συμφιλίωση και νομιμότητα». Πόσος κόσμος πήγε χαμένος, αυτοί δεν καταλαβαίνανε από αυτά και κάθε μέρα δολοφονούσαν συντρόφους, γνωστούς κι αγνώστους. Ο αρραβωνιαστικός μου το έμαθε στην Ακροναυπλία και απ’ τη στενοχώρια του έκανε αιμόπτυση. Αυτό μας το έγραψε ένας ξάδελφός μου που ήταν μαζί. Ο Σπύρος (Χριστιανός) μας έγραψε ένα γράμμα να μας δώσει κουράγιο και όλα θα περάσουν (αυτό το γράμμα το έχω μαζί με όλα από τη φυλακή που μου έστειλε).
Έφτασε η μέρα της δίκης του. Τα ξαδέλφια είχαν προμηθευτεί όλα τα πιστοποιητικά και συνάμα έβαλαν και έναν δικηγόρο, άλλον έναν βάλαμε εμείς, έναν η ΕΠΟΝ και έναν το ΚΚΕ. Όλοι αυτοί συνεργάστηκαν. Και έτσι ο Σπύρος απαλλάχθηκε απ’ το ότι ήταν Βούλγαρος. Εμείς ζούσαμε μέσα στην αγωνία ακόμα. Μέχρι που ήρθε ένας θείος μου που ήταν στο καφενείο και μας έφερε το τηλεγράφημα που έλαβε ο πρόεδρος. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Τα νέα μεταδόθηκαν και τα παιδιά της οργάνωσης, κορίτσια και αγόρια, έτρεξαν στο σπίτι μας με χαρά να ενώσουν τη χαρά τους μαζί με τη δική μας. Οι χίτες όμως άρχισαν να φοβερίζουν. Την άλλη μέρα ήρθε ο ταχυδρόμος και μου έφερε ένα γράμμα απ’ τη Σπάρτη, ήταν απ’ τον Χριστιανό. Μας έγραφε τα της δίκης και πως η οργάνωση του Ναυπλίου τον βοήθησε. Μου έγραψε όμως να φύγω αμέσως, θα με περίμενε μαζί με τη θεία να φεύγαμε μαζί για Αθήνα και συγκεκριμένα Πειραιά. Εκεί ήταν η οικογένεια, της θείας τουπαιδιά, και μαζί και ο αδελφός μου ο Νίκος. Είχαν μάθει ότι οι χίτες ετοίμαζαν επιδρομή και δολοφονίες. Όταν όμως το είπα στη μαμά ούτε να το ακούσει δεν ήθελε. Τότε έτσι ήταν το έθιμο, ένα κορίτσι δεν μπορούσε να πάει μόνο του με τον αρραβωνιαστικό. Και έτσι ο Χριστιανός περίμενε μα δεν με είδε να φτάνω με το λεωφορείο.Χωρίς να χάνει χρόνο έρχεται στο χωριό. Ήταν βράδυ και άνοιξε η πόρτα και τον είδαμε μπροστά μας. Χαρήκαμε πάρα πολύ αλλά και φοβηθήκαμε πολύ. Πήγε η μαμά στο σπίτι του θείου Γιάννη ( μπαρμπαγιάννη), μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό, και τους είπε τι είχε συμβεί και ότι εγώ έπρεπε να φύγω να πάω στη Σπάρτη. Εκεί η θεία μου η Γεωργία μας περίμενε και θα φεύγαμε μαζί για τον Πειραιά. Εκεί θα έβρισκα και τον Νίκο, που είχε αρχίσει τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Ο μπαρμπαγιάννης τότε πήγε στα σπίτια τα δικά μας και τους είπε ότι θα συγκεντρωνόμασταν αύριο το πρωΐ για δουλειά. Ήρθαν την άλλη μέρα όλοι, έβαλαν το βαμβάκι που είχαμε στο υπόγειο σε σακιά και το απόγευμα ήρθε ο έμπορος να το πάρει, γιατί έπρεπε να έχουμε λεφτά για το ταξίδι και για να την περάσουμε.

Άρχισε να νυχτώνει και έβρεχε και έκανε και κρύο, ήταν Δεκέμβριος. Η μαμά ετοίμασε φαγητό, πήρε και κρασί για να κάνουμε το τραπέζι στα παιδιά που ήρθαν, αφιλοκερδώς, να μας βοηθήσουνε. Είχε έρθει η θεία Αθηνά, η γυναίκα του μπαρμπαγιάννη, και μας ετοίμασαν ωραίο τραπέζι. Φάγαμε, ήπιαμε και κρασί και άρχισε το τραγούδι. Τι άλλο, αντάρτικο τραγούδια. Οι ρουφιάνοι πήγαν στη χωροφυλακή και τα ανέφεραν και τότε, μαζί με χίτες, ξεκίνησαν για να έρθουν στο χωριό. Ένας ΕΠΟΝίτης απ’ τη Σκάλα είδε την κίνηση και με το ποδήλατο ήρθε πρώτος στο χωριό και μας ειδοποίησε. Εγώ με τον Χριστιανό και έναν ξαδελφό μου και έναν άλλο ΕΠΟΝίτη προλάβαμε και πηδώντας απ’ τη μάντρα φύγαμε. Βγήκαμε απ’ το χωριό με προορισμό ένα άλλο χωριό, το Φιλίσι. Είχαμε έναν κουμπάρο, η μαμά του είχε βαφτίσει το πρώτο του κορίτσι, την Κατερίνα. Μας αγαπούσε πάρα πολύ και μας είχε βοηθήσει σε παρόμοιες περιστάσεις. Περπατάγαμε μέσα σε νερά σαν λίμνη. Τελικά φτάσαμε στον κουμπάρο. Έμεινα εγώ με τον Χριστιανό, τα άλλα παιδιά θα επέστρεφαν να πούν στη μαμά ότι ήμασταν καλά. Στο σπίτι οι χίτες κάναν έφοδο, ψάξανε ακόμα και τα μπαούλα και γύρω απ’ το σπίτι ό,τι καλύβι υπήρχε. Είχαν μάθει τα πάντα, τι είχαμε κάνει. Η μαμά διακιολόγησε τα παιδιά ότι ήταν εργάτες και κάναν μεροκάματο, όμως τον μπαρμπαγιάννη τον πήραν μαζί τους και η ιστορία στο εξής ήταν μεγάλη.
Το πρωΐ ο κουμπάρος πήγε στη μαμά και πήρε χρήματα και ρούχα για να αλλάξω και τα υπόλοιπα πράγματα τα πήγαν στη Σκάλα στο λεωφορείο, μυστικά, χωρίς να τους καταλάβει κανείς. Και κατεβήκαμε κι εμείς από το άλλο χωριό για να φύγουμε για τη Σπάρτη. Εκεί μας περίμεναν συναγωνιστές του ΕΑΜ που μας έκρυψαν ώσπου να φύγουμε και μας περιφρουρούσαν. Όμως δυστυχώς μας ανακάλυψαν, μάλλον κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε, και άρχισαν να ψάχνουν. Ήμαστε μέσα στο καφενείο. Τότε μας πήρε ο φαρμακοποιός (Γριμπίλης, φίλος του πατέρα μου) και αφού συνεννοήθηκε με τον οδηγό του λεωφορείου, φύγαμε απ’ την πίσω πόρτα και από μέσα απ’ τα κτήματα φτάσαμε σε ένα σημείο έξω απ’ τη Σκάλα. Σε λίγο ήρθε το λεωφορείο και μας έβαλε μέσα ο συναγωνιστής και φύγαμε για την Σπάρτη. Στο σταθμό μας περίμενε η θεία Γεωργία. Πήγαμε στο σπίτι, ήταν πια μεσημέρι, καθήσαμε και το βράδυ ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Θα φεύγαμε με ένα φορτηγό για μεγαλύτερη ασφάλεια. Δεν είχαμε ταυτότητες, ο Χριστιανός με το αποφυλακιστήριο κι εγώ με ένα πιστοποιητικό απ’ τον πρόεδρο του χωριού. Στα φορτηγά δεν κάνανε έλεγχο.
Έκανε τρομερό κρύο, το φορτηγό ήταν κλεισμένο μόνο με ένα μουσαμά. Όταν περάσαμε τον Ισθμό στην Κόρινθο μετά ήταν το Καλαμάκι. Εκεί σταματούσαν τα αυτοκίνητα και κάναν έλεγχο. Είχαμε πάρα πολύ φοβηθεί, γιατί είπαμε ότι δεν είχαμε ταυτότητες. Μαζί μας ήταν και ένας άλλος, δημόσιος υπάλληλος, γνωστός της θείας μου. Και κανόνισαν εάν μας τύχαινε κάτι, θα υπέγραφε ότι ήμασταν ανήψια του και οι υπογραφή τους μέτραγε. Για καλή μας τύχη ήταν νύχτα ακόμα και δεν έγινε έλεγχος αυστηρός, κι έτσι περάσαμε. Όταν φτάσαμε στον Πειραιά ήταν πρωΐ ακόμα, το σπίτι τηςθείας ήταν κοντά στο πρακτορείο και πήγαμε με τα πόδια. Είχαν ξυπνήσει τα παιδιά, η ξαδέλφη μου η Πίτσα ήταν φοιτήτρια της Ιατρικής και μαζί με τον αδελφό μου, που ήταν στη Νομική, ήταν έτοιμοι να ανέβουν στην Αθήνα. Η μικρή της πήγαινε στο γυμνάσιο  και μαζί ο μικρός γιός της. Ο μεγάλος γιός, ο Νίκος, μαζί με μένα είχε δώσει εξετάσεις για να πάρουμε το απολυτήριο αλλά ακόμα δεν μας το είχαν δώσει, παρότι η θεία μου πήγε και πάλι να το ζητήσει πριν φύγουμε για τον Πειραιά. Της θείας το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο και πάνω στην ταράτσα σ’ ένα πλυσταριό ήταν η κουζίνα. Όμως δεν ήταν δυνατό να μείνουμε όλοι εκεί, μαζευόμασταν 8 άτομα. Τότε αποφασίσαμε να πάμε σ’ έναν ξάδελφο του Χριστιανού, πρώτο ξάδελφο. Έμεναν όλοι οι συγγενείς στο Παγκράτι.
Και έτσι πήγαμε. Μας υποδέχτηκαν η γυναίκα και ο γιός του, ο οποίος μάλιστα ήταν ασφαλίτης και μάλιστα υποδιοικητής, με βρισιές όπως «κατσαμπλιάδες κουμούνια». Ο ξάδελφος δεν μπορούσε να μιλήσει, ήταν καλό ανθρωπάκι αλλά δεν τον άφηναν. Έριξαν όλες τις ευθύνες στον ξάδελφό τους, δηλαδή τον πατέρα, που τον σκότωσαν οι Γερμανοί και τη μητέρα του οι Άγγλοι στα Δεκεμβριανά. « Εάν ήταν εδώ δεν θα πέθαιναν», είπαν. Ακόμα μας είπαν ότι οι αντάρτες σφάζανε τον κόσμο με κονσερβοκούτια και τους έβγαζαν τα μάτια και γέμιζαν ντενεκέδες και τα είχαν μαζέψει στον Εθνικό Κήπο και τα έδειχναν σε όλο τον κόσμο. Και μας έδιωξαν..

Εν τω μεταξύ, είχε περάσει η ώρα και δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, απ’ τις 7 και μετά απαγορευόταν η κυκλοφορία. Φύγαμε τρομαγμένοι γιατί ανα πάσα στιγμή κινδυνεύαμε. Με μεγάλη προφύλαξη πήγαμε σε ένα άλλο σπίτι, μιας ξαδέλφης του. Μόλις μας είδε, τι μεγάλη διαφορά, και μένα που δεν με ξέρανε με αγκάλιασε και κείνη και ο άντρας της και με κλάματα μας υποδεχτήκανε. Τον άντρα της τον είχαν διώξει απ’ τη δουλειά γιατί ήταν στο εφεδρικό, είχαν τρία παιδιά.
Μας έκαναν το τραπέζι, ό,τι φτωχικό είχαν. Τότε η θέρμανση ήταν το τζάκι. Καθήσαμε γύρω στο τζάκι και αφού πήγαν τα παιδιά στο διπλανό δωμάτιο για ύπνο, εμείς καθήσαμε μέχρι αργά και μας είπαν όσα τους βρήκαν και πως σκοτώθηκαν οι γονείς του και πως όλο το νοικοκυριό πήγαν αυτοί που μας διώξαν και το μάζεψαν. Γιατί ο πατέρας είχε ένα καλό μαγαζί στο Φάληρο, εστιατόριο, και είχαν καλό νοικοκυριό και ήταν πολύ ευκατάστατοι. Έτσι κοιμηθήκαμε αργά και το πρωΐ ετοιμαζόμασταν για να φύγουμε και είπαμε πως εκτός από συγγενείς θα είμαστε και φίλοι. Και έτσι έγινε. Όταν επιστρέψαμε στη θεία μου ήταν όλοι στο σχολείο, εκτός απ’ τον ξαδελφό μου. Ήταν και ο αδελφός μου και, αφού ξεκουραστήκαμε, ξεκινήσαμε να βρούμε σπίτι να νοικιάσουμε. Βρήκαμε όχι στην Αγία Σοφία αλλά στα Ταμπούρια, το σημερινό Κερατσίνι. Ήταν στην αυλή των θαυμάτων. Μέσα σε μία τεράστια αυλή ήταν άλλες 4 οικογένειες. Είχαν όλες απο ένα δωμάτιο. Εκεί η κουζίνα με τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα. Εμείς νοικιάσαμε δύο δωμάτια αλλά δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Έβγαινες απ’ την πόρτα και, αφού περπάταγες λίγο, έμπαινες στο άλλο.Και απέναντι απ’ το τελευταίο δωμάτιο ήταν μια κουζινίτσα με χτιστή κουζίνα, που μαγειρεύαμε με κάρβουνο. Και όμως μας λέγανε ότι είχαμε ωραίο σπίτι.
Αφού το νοικιάσαμε, πήγαμε στην Αθήνα να μαζέψουμε τα πράγματά μας, που τα είχαμε αφήσει στο φιλικό μας σπίτι .................................... Όλα τα ρούχα και όλα τα βαριά πράγματα τα βρήκαμε. Μόνο καρέκλες, ντουλάπια, τα είχαν κάψει για να ζεσταθούν. Εμείς όμως τους ευγνωμονούσαμε για το καλό που μας έκαναν. Τα κουβαλήσαμε και ετοιμάσαμε το σπίτι. Πήγε και ο αρραβωνιαστικός στο σπίτι του, ήταν στην Πλατεία Βάθης. Το βρήκε άδειο. Μερικά έπιπλα μόνο βρήκε, που δεν μπορούσαν να τα πάρουν. Και όλα τα πράγματα απ’ το σπίτι, του είπε μια κυρία (η μητέρα του φίλου του που σκοτώθηκε μαζί με την μητέρα του, όταν στα Δεκεμβριανά οιΆγγλοι έριχναν απ’ την Ακρόπολη τις βόμβες),  τα πήρε ο ξάδελφος που πήγαμε και μας έδιωξαν.
Αφού νοικοκυρέψαμε το σπίτι, ήρθε η ώρα να συνδεθούμε και με την οργάνωση. Πήγαμε στα γραφεία και μας καλωσόρισαν τα παιδιά. Και από εκείνη τη στιγμή αναλάβαμε και καθήκοντα. Στις 6 Δεκεμβρίου ήταν του αδελφού μου η γιορτή, του Νίκου. Με την ευκαιρία αυτή, εκτός απ’ τους συγγενείς, ήρθαν πολλοί ΕΠΟΝίτες. Και μαζί, όταν φύγανε οι μεγάλοι, κάναμε και ορισμένες συζητήσεις. Και τη 12η του Δεκέμβρη ήταν η γιορτή του Χριστιανού, που τον έλεγαν Σπύρο. Πάλι ήρθε η ΕΠΟΝ, όχι μόνον απ’ τα Ταμπούρια (Κερατσίνι)αλλά και απ’ τη Δραπετσώνα. Ανταλλάξαμε ιδέες και καταμερίσαμε δουλειές. Την άλλη μέρα πήγε ο Σπύρος στη σχολή Καλών Τεχνών, που ήταν η σχολή του. Είχε σταματήσει απ’ την ημέρα που άρχισε ο πόλεμος, και είδε ότι τον είχαν διαγράψει. Γιατί, να σημειώσω, ήταν με άλλους συμμαθητές του στην ΟΚΝΕ. Τότε άρχισε να ετοιμάζεται να αρχίσει δουλειά. Άρχισε να πηγαίνει στους κινηματογράφους, τον βοήθησε η ΕΠΟΝ και τον σύστησε σε δικούς μας, όπως το Παλλάς, την Καλιφόρνια, την Όαση και πολλούς άλλους, και έκανε τα ντεκόρ και, σιγα-σιγά, διαφήμιση μες στην αίθουσα. Γιατί έπρεπε να μπορέσουμε να ζήσουμε.

Σε λίγες μέρες έρχονταν τα χριστούγεννα. Δεν ξέραμε πού βρίσκεται ο πατέρας μας. Η μαμά ήταν με το μικρό μας στο χωριό. Νιώθαμε ορφανά. Θυμάμαι την παραμονή των χριστουγέννων, που τριγυρνούσαμε, πιασμένοι απ’ το χέρι, στους δρόμους του Πειραιά, και ακούγαμε το Άγια Νύχτα. Εγώ έκλαιγα και ο Σπύρος με παρηγορούσε, πως θα έρθουν καλύτερες μέρες. Αφού ψωνίσαμε για φαγητό, του περίσσεψαν κάτι λίγα και μου έκανε δώρομια .............., που την έχω φυλάξει. Αυτή αργότερα με έσωσε.
Ήταν η πρώτη φορά που νιώθαμε μόνοι. Γιατί και στο βουνό που πολεμούσαμε τους γερμανούς........(;). Εκείνη τη μέρα γιορτάζαμε μαζί. Πήγαμε σπίτι, ήρθε ο Νίκος ο αδερφός και μας έφερε ένα δέμα που είχε η μαμά στείλει, με γλυκά και κουλούρια. Καημένη μανούλα, πώς τα κατάφερε και τα έστειλε. Μετά μάθαμε πως με κόπο ο παππούς τα κατάφερε, με κάποιον γνωστό, κρυφά, χωρίς να τον ανακαλύψουν. Πήραμε ό,τι είχαμε ψωνίσει για φαγητό και πήγαμε στη θεία για να κάνουμε μαζί χριστούγεννα. Όταν τελειώσαμε ήμασταν πολύ στεναχωρημένοι. Τους έλειπε ο θείος, εμάς μας λείπαν οι γονείς. Κι όμως, το βράδυ ήρθαν στο σπίτι μας συναγωνιστές και τα ξαδέλφια μας και πέρασε το βράδυ κάπως καλά την ημέρα των χριστουγέννων. Και πριν απ’ την Πρωτοχρονιά, μας περίμενε, ή μάλλον μας ήρθε, μια χαρούμενη έκπληξη. Ένας θείος μας, που ήρθε για να μείνει κι εκείνος μόνιμα, μας έφερε το μικρό αδελφό μας, τον Λούη. Ήταν ακόμα το παιδί τρομαγμένο, τον είχαν οι χίτες πιάσει και τον φοβερίζανε. Μας έφερε και πράγματα, και μαζί του και ένα πιστοποιητικό που έλεγε ότι φοιτούσε στο δημοτικό. Κι εμείς πήγαμε και τον γράψαμε στο κοντινό σχολείο.
Ετοιμαζόμασταν για το μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα. Είδαμε ότι  οι αγώνες μας θα χάνονταν. Όλα όσα είχαν συμφωνήσει ανατρέπονταν. Οι προδότες είχαν το ελεύθερο να σκοτώνουν στους δρόμους, να συλλαμβάνουν και να κλείνουν τους αγωνιστές στη φυλακή. Η κατάσταση πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Τα έκτακτα στρατοδικεία άρχισαν να λειτουργούν. Ο Παπανδρέου υποσχέθηκε να καθαρίσει την Αθήνα απ’ τους κομμουνιστές. Και ακόμα, αφού μας κατέταξε τους Έλληνεςότι ανήκουμε στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και, επομένως, στη Δύση, άκουσε τις εντολές της Αγγλίας για εκκαθαρίσεις. Ακόμα, υποσχέθηκε στην Φρειδερίκη ότι θα την φέρει στην Ελλάδα, όπως κι έγινε με το δημοψήφισμα του ’46. Την παρωδία του δημοψηφίσματος. Θυμάμαι την τρομοκρατία, με τις κάλπες που αλλάζανε. Και η Φρειδερίκη μας ήρθε και με τιμές βασιλομήτωρος. Θυμάμαι το ποτάμι απ’ τον κόσμο όμως, πριν απ’ το δημοψήφισμα στην Αθήνα, απ’ την Ομόνοια εώς το γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο, πραγματικό ποτάμι, φτάσαμε μέχρι εκεί φωνάζοντας «Παπανδρέου παπατζή, Άγγλος έγινες κι εσύ!». Και ακόμα θυμάμαι τα συνθήματα, όπως «Βάρκιζα-Κριμαία».
Η “Ακρόπολις” έγραψε την άλλη μέρα ότι εκατό χιλιάδες ............ είχαν συγκεντρωθεί και είναι έτοιμοι να μπούν στο Σώμα του Ελεύθερου Έλληνα. Με δυσκολία καταφέραμε να μπούμε μέσα, εμένα στα χέρια με σηκώσανε. Ζήσαμε μερικές ώρες ελεύθεροι, βρεθήκαμε με τους συναγωνιστές μας απ’ την Λακωνία, που είχαμε καιρό να βρεθούμε. Μιλήσαμε για πολλούς που ήταν στη φυλακή και δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν απ’ τον Κατσαρέα και τον Παυλακό. Χαιρόμασταν που ήμασταν μαζί αλλά στεναχωρηθήκαμε που μας έλειπαν πολύ. Γιατί είχαν αρχίσει τα έκτακτα στρατοδικεία και πολλούς τους είχαν εκτελέσει.
Σε λίγες μέρες ήρθε κι η μαμά μας, τη γλυτώσανε οι συναγωνιστές και τη φυγαδέψανε, και όπως εμείς με φορτηγό ταξίδεψε. Μας έφερε πολλά νέα, πιό πολλά δυσάρεστα. Όποιον έβρισκαν στο δρόμο τον σκότωναν. Μιάς συναγωνίστριας δε βρήκαν τα αδέλφια, την χτύπησαν με μαχαίρι, γιατί ήταν έγκυος, και άνοιξε η κοιλιά της. Αυτή πέθανε,  τα παιδάκια σπαρταράγανε ώσπου και αυτά έσβησαν. Μας είπε για ένα θείο που τον κρέμασαν και άφησε 4 παιδιά, ήταν πολύ αγαπητός θείος μας, πρώτος ξάδελφος της μαμάς. Ήταν τόσο φοβισμένη και πιό πολύ στενοχωρημένη, τρομάζαμε να την παρηγορήσουμε. Δεν ξέραμε και πού ήταν ο πατέρας.Είχαμε πολύ καιρό να μάθουμε νέα του.

Πλησίαζε το Πάσχα. Καθόμασταν σε μια μικρή βεραντούλα και μετράγαμε τις πληγές μας. Άνοιξε η πόρτα της αυλής, μια μεγάλη σιδερένια, και είδαμε να μπαίνει μέσα ένας άντρας με μια γκλίτσα, με γένια και τραγιάσκα, όλος μέσα στη μουτζούρα. Ο μικρός έπαιζε μες την αυλή με κάτι βόλους πήλινους. Η μαμά τρόμαξε και του έβαλε τις φωνές. Εκείνη τη στιγμή ο μικρός έβαλε μια φωνή: «Ο μπαμπάς!». Τρέξαμε όλοι και πράγματι ήταν ο μπαμπάς. Είχε ταξιδέψει απο το Λεωνίδιο, μες το αμπάρι ενός καϊκιού που μετέφερε κάρβουνο. Αφού πλύθηκε, πήγε σε έναν συναγωνιστή κουρέα, έκοψε γένια και μαλλιά και την άλλη μέρα πήγε στον επιθεωρητή. Δυστυχώς έμαθε το νέο, όχι ότι δεν το περιμέναμε, του ανακοίνωσε ο επιθεωρητής ότι είναι σε διαθεσιμότητα. Δεν ήξερα τι πάει να πεί αυτό, όταν μας εξήγησε τι πάει να πεί, όλοι στενοχωρηθήκαμε. Από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε ή τη μετάθεσή του ή την απόλυσή του. Ήταν Πάσχα και, για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, όλη η οικογένεια ήμασταν μαζί και γιορτάσαμε κάπως ήσυχα.
Σε λίγες μέρες του ήρθε η μετάθεση. Τον έστελναν σε ένα χωριό κοντά στο δικό μας, το Λειμώνα, το πιό φασιστικό χωριό απ’ όλα τα τριγύρω. Ήτανοι χίτες και ετοιμάζονταν πώς θα τον σκότωναν. Και ο μπαμπάς συμβουλεύτηκε ένα δικηγόρο και έβαλε για την σύνταξη. Είχε πολλά χρόνια γιατί είχε πολλά του στρατού και ............. διπλά ήταν στον πόλεμο τον ................ γιατί μόλις είχε πάρει το δίπλωμα και έγινε υπαξιωματικός, στον Αλβανικό είχε γίνει αξιωματικός. Και ύστερα από πολλά βάσανα και ύστερα από ένα χρόνο πήρε τη σύνταξη. Και το εφ άπαξ δεν έφτανε ούτε για τα έξοδα που χρειάζονταν για τα χαρτιά της σύνταξης.

Τον Ιούνιο αποφάσισα να παντρευτώ. Όχι εγώ αλλά οι γονείς μου, αφού δεν υπήρχε να σπουδάσω καμία δυνατότητα, εφόσον το απολυτήριο δε μπορούσα να το πάρω. Στη Σπάρτη δε μπορούσε κανείς να πλησιάσει. Τον Ιούνιο λοιπόν έγινε ο γάμος. Ο Νότης ο Περγιάλης ήταν να μας παντρέψει, όμως την τελευταία εβδομάδα τον .......

(Σε αναμονή της συνέχειας)